Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε σήμερα ότι διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκια. Με τη σημερινή απόφαση, η ΕΚΤ διατήρησε το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων στο 0,00%, το 0,25% και στο -0,40%, αντιστοίχως.
Η ΕΚΤ ανοίγει το δρόμο για μείωση των επιτοκίων καθώς, όπως αναφέρει, αναμένει ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν στα τρέχοντα ή και χαμηλότερα επίπεδα τουλάχιστον για το α' εξάμηνο του 2020 ώστε να διασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα η σύγκλιση του πληθωρισμού με τον στόχο.
Το ενδιαφέρον πλέον στρέφεται στη συνέντευξη Τύπου που θα παραχωρήσει ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
To ευρώ υποχώρησε σε νέο χαμηλό επίπεδο δύο μηνών έναντι του δολαρίου, καθώς οι επενδυτές ανέμεναν ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα στείλει μήνυμα για έναν νέο γύρο νομισματικής χαλάρωσης, που θα περιλαμβάνει την πιθανή μείωση των επιτοκίων και την επανέναρξη των αγορών ομολόγων. Το ευρώ υποχώρησε νωρίτερα σήμερα στο 1,1122 δολάρια, ενώ έχει σημειώσει απώλειες πάνω από 2% από την αρχή του Ιουλίου.
Η πτώση του ευρώ εντάθηκε λόγω της μεγαλύτερης του αναμενόμενου μείωσης του γερμανικού δείκτη Ifo για τις τρέχουσες επιχειρηματικές συνθήκες στις 99,4 μονάδες τον Ιούλιο από 100,8 τον Ιούνιο. Οι οικονομολόγοι, που είχαν ερωτηθεί από το Reuters, περίμεναν μία τιμή του δείκτη στις 100,4 μονάδες. Οι αγορές χρήματος θεωρούσαν ότι υπάρχει πιθανότητα 50% για μία μείωση σήμερα κατά 10 μονάδες βάσης των επιτοκίων της ΕΚΤ, μικρότερη από ό,τι την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά ορισμένοι ανέμεναν ότι ο πρόεδρος Μάριο Ντράγκι θα ανοίξει την πόρτα για περαιτέρω μειώσεις στο μέλλον ή για μεγαλύτερη ποσοτική χαλάρωση (QE).
Τα hedge funds είχαν θέσεις κατά του ευρώ ύψους 4,39 δισ. δολαρίων στην εβδομάδα έως τις 16 Ιουλίου, κοντά στα επίπεδα που παρατηρούνταν στις αρχές του έτους, σύμφωνα με την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης Προθεσμιακών Εμπορευμάτων. Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές ανέμεναν ότι η πολιτική της κεντρικής τράπεζας θα είναι πολύ λιγότερο χαλαρή και ότι η ΕΚΤ μόνο θα αλλάξει τις προβλέψεις της, επαναφέροντας τη δυνατότητα μείωσης των επιτοκίων στο μέλλον.