Ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ παρουσίασε τις θέσεις της Συνομοσπονδίας κι επικεντρώθηκε στα εξής θέματα: τη δημιουργία ακατάσχετου λογαριασμού, την έναρξη λειτουργίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, τη συνέχιση της μείωσης της φορολογίας, τη θεσμοθέτηση του προτιμησιακού δικαιώματος του δανειολήπτη σε περίπτωση μεταπώλησης του δανείου του, την επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης και του καθορισμού των κατώτατων αμοιβών στην αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων και προτάσεις για την επίλυση του προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις της Σαμοθράκης λόγω της διακοπής της ακτοπλοϊκής σύνδεσης.
Οι θέσεις της Συνομοσπονδίας εκτίθενται αναλυτικά στη συνέχεια.
Με αφορμή τη συνάντηση, παραδόθηκαν στον πρόεδρο της κυβέρνησης επεξεργασίες της Συνομοσπονδίας που περιλαμβάνουν:
1. Τις θέσεις της ΓΣΕΒΕΕ για όλα τα τρέχοντα οικονομικά θέματα που αφορούν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
2. Τις προτάσεις της ΓΣΕΒΕΕ για την κρίση που δημιουργήθηκε στη Σαμοθράκη με αφορμή τη διακοπή της ακτοπλοϊκής σύνδεσης με την Αλεξανδρούπολη
3. Την 6μηναία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 28 Αυγούστου
4. Την ετήσια έρευνα 2019 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που εκδόθηκε τον Απρίλιο κι εστιάζει στις διαρθρωτικές αλλαγές της προηγούμενης δεκαετίας.
Αναλυτικά οι θέσεις της ΓΣΕΒΕΕ:
1. Ακατάσχετος λογαριασμός
Οι μικρές επιχειρήσεις, παρά τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετώπισαν με την εφαρμογή των capital controls και τη διάρρηξη του συστήματος άτυπων πληρωμών που συνέβη τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι επέδειξαν υψηλό βαθμό ετοιμότητας. Παρά το γεγονός ότι επλήγησαν σημαντικά και ετεροβαρώς από τον τρόπο εφαρμογής των κεφαλαιακών περιορισμών (capital controls), χάνοντας σημαντικά μερίδια αγοράς και έχοντας επιβαρυνθεί με σημαντικές προμήθειες και χρεώσεις επί του τζίρου για την προμήθεια και χρήση τερματικών μηχανών, οι μικρές επιχειρήσεις κατάφεραν να ενσωματώσουν στη λειτουργία τους τη χρήση ηλεκτρονικού/ πλαστικού χρήματος ανταποκρινόμενες στις νέες ανάγκες της αγοράς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του Φεβρουαρίου 2018 του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το ποσοστό των επιχειρήσεων που διατηρεί ηλεκτρονική τραπεζική και τερματικό μηχάνημα POS για συναλλαγές λιανικής, έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με τον Ιούλιο του 2015 (με την έναρξη των capital controls). Από το 28,1% τον Ιούλιο του 2015, το ποσοστό των επιχειρήσεων που διέθεταν POS το Φεβρουάριο του 2018 ανήλθε σε 80,1%.
Ωστόσο, το μερίδιο του κύκλου εργασιών που διεξάγεται μέσα από ηλεκτρονικές πληρωμές συρρικνώνεται! Στην τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ιούλιος 2019), διαπιστώθηκε ότι κατά μέσο όρο το 28% του τζίρου των επιχειρήσεων συντελέστηκε μέσω POS. Στην προηγούμενη έκθεση, τον Ιούλιο του 2018 το 36% του τζίρου των μικρών επιχειρήσεων υλοποιήθηκε μέσα από τη χρήση POS. Αυτή η μείωση οφείλεται στον κίνδυνο κατασχέσεων που αντιμετωπίζουν χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Γενικά, η απουσία ενός ουσιαστικού μηχανισμού φορολογικών κινήτρων για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές φαίνεται ότι επιδρά αρνητικά στην υιοθέτηση φιλικών συναλλακτικών συμπεριφορών προς τα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Οι κίνδυνοι κατασχέσεων δημιουργούν ένα σπιράλ αποστασιοποίησης πολλών μικρών επιχειρήσεων από το επίσημο τραπεζικό σύστημα και αποφυγής συμβατικών τρόπων συναλλαγής.
Άλλωστε, τα έσοδα μιας επιχείρησης δεν αποτελούν καθαρά κέρδη, αλλά προορίζονται για να καλύπτουν σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων και της καθημερινής λειτουργίας της επιχείρησης (π.χ. τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδότη, τρέχουσες οφειλές προς εφορία, μισθοδοσία, οφειλές προς προμηθευτές, κόστος ενέργειας και μετακινήσεων, δανειακές υποχρεώσεις της εταιρείας, διάφορα άλλα τέλη κ.α). Η δέσμευση ενός λογαριασμού σημαίνει σε μεγάλο βαθμό διακοπή της ρευστότητας της επιχείρησης με αποτέλεσμα να επηρεάζεται ολόκληρη η αλυσίδα κάλυψης των υποχρεώσεων με προφανείς επιπτώσεις στην παραγωγή και στο εμπόριο. Πρόκειται για μια de facto κατάσταση κλεισίματος μιας επιχείρησης.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η ΓΣΕΒΕΕ υπογραμμίζει την ανάγκη θεσμοθέτησης ενός μοναδικού ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού με ποσοστό επί του τζίρου, ο οποίος θα εξυπηρετεί όλες τις οικονομικές λειτουργίες της επιχείρησης και του οποίου οι τεχνικές παραμετροποιήσεις δύνανται να υπόκεινται σε κάποια κριτήρια, όπως ο κύκλος εργασιών, το ύψος οφειλών κα.
2. Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα
Η ίδρυση και η λειτουργία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) αναπτύσσεται ξεχωριστά, καθώς η ίδρυση ενός τέτοιου θεσμού αποτελεί διαχρονικό και πάγιο αίτημα της ΓΣΕΒΕΕ, εξαιρετικής σημασίας για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μικρών επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση.
Στο πλαίσιο του σχετικά περιορισμένου συστήματος χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης της χώρας η ΕΑΤ καλείται να διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο, με πρωταρχικό στόχο την κάλυψη των κενών αγοράς που έχουν δημιουργηθεί από το εκ των πραγμάτων περιορισμένο πλαίσιο λειτουργίας των τεσσάρων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Με άλλα λόγια, η χώρα αποκτά έναν αυτοτελή σύγχρονο αναπτυξιακό χρηματοδοτικό μηχανισμό μετά από χρόνια εξάρτησης από ευρωπαϊκούς πόρους καθώς και ένα αναποτελεσματικά διαρθρωμένο τραπεζικό σύστημα. Η ίδρυση της ΕΑΤ απαντά στην ανάγκη συγκέντρωσης των χρηματοδοτικών εργαλείων σε μια δομή, η οποία θα προσελκύει κεφάλαια, θα αξιολογεί και θα χρηματοδοτεί επενδύσεις με σύγχρονα εργαλεία και λιγότερη γραφειοκρατία, αναγνωρίζοντας την ανάγκη ενίσχυσης της παραγωγικότητας των ΜμΕ.
Στο πλαίσιο αυτό, θετικά κρίνονται τα παρακάτω σημεία που εντοπίζονται στον έως σήμερα σχεδιασμό λειτουργίας της ΕΑΤ:
1. Η διεύρυνση των υπηρεσιών που δύναται να παρέχει η ΕΑΤ, πέραν των αμιγώς χρηματοδοτικών προγραμμάτων, όπως, ενδεικτικά:
• Η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
• Η παροχή υπηρεσιών καθοδήγησης και επιχειρηματικών συμβουλών ανάπτυξης και οργάνωσης προς τις ΜμΕ.
• Η άμεση αναφορά στο πληροφοριακό κενό, μέσω της προτεινόμενης υπηρεσίας διασύνδεσης των διαθέσιμων πηγών και χρηματοδοτουμένων.
2. Η λειτουργία ερευνητικού κέντρου, το οποίο θα μελετά το μακροοικονομικό και μικροοικονομικό περιβάλλον της χώρας και θα εκπονεί σχετικές μελέτες και εκθέσεις. Η ΓΣΕΒΕΕ έχει επανειλημμένα εκφράσει την άποψη ότι αφενός δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αναγκών χρηματοδότησης των ΜμΕ, αφετέρου ότι δεν έχουν όλες οι χώρες τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά αναγκών για χρηματοδότηση.
3. Η διαφαινόμενη έμφαση, αν και σε μικρή κλίμακα, προς τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, ιδίως σε θέματα συμβουλευτικής υποστήριξης και εκπαίδευσης.
Όλα τα παραπάνω σημεία αποτελούν πάγιες θέσεις της ΓΣΕΒΕΕ, για το πως η Συνομοσπονδία θεωρεί ότι θα έπρεπε να λειτουργεί η ΕΑΤ και έχουν επανειλημμένως και κατά καιρούς εκφραστεί δημόσια αλλά και με υπομνήματα προς τους αρμόδιους κυβερνητικούς φορείς.
Η ΓΣΕΒΕΕ προτείνει τα εξής περαιτέρω σημεία, στο πλαίσιο των παρεμβάσεων που έχει ήδη εκφράσει σχετικά με την ΕΑΤ:
*Μεγαλύτερη έμφαση προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, με την ύπαρξη ξεχωριστού προϋπολογισμού χρηματοδοτικών προϊόντων και άλλων, μη αμιγώς χρηματοδοτικών υπηρεσιών (π.χ. συμβουλευτική).
*Σαφής στόχευση της Τράπεζας προς τον στόχο της διεύρυνσης των χρηματοδοτικών υποδομών της χώρας, η οποία στόχευση είναι πλέον δυνατή, μέσω του διευρυμένου σκοπού της, όπως αυτός εκφράζεται από το Άρθρο 2, παρ. 2γ & 2η.
*Η στελέχωση της τράπεζας πρέπει να ενισχυθεί με ανθρώπους που γνωρίζουν την τραπεζική αγορά και τα σύγχρονα χρηματοδοτικά προϊόντα.
*Θα πρέπει να εισαχθούν κανόνες διαφάνειας στη διάθεση των πόρων και να χρηματοδοτηθούν δράσεις με αναπτυξιακό και κοινωνικό αποτέλεσμα.
*Θα πρέπει να προβλεφθεί η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, ως φορέων ελέγχου και διατύπωσης προτάσεων πολιτικής στην διοικητική δομή της ΕΑΤ, καθώς και η συμμετοχή των Ινστιτούτων τους στην έρευνα του μακροοικονομικού και μικροοικονομικού περιβάλλοντος της χώρας και στην εκπόνηση σχετικών μελετών και εκθέσεων.
Με βάση αυτά θα επιθυμούσαμε να υπάρξει ενημέρωση για τα εξής:
*Λεπτομερές πλαίσιο διακυβέρνησης της ΕΑΤ. Πάγια θέση της ΓΣΕΒΕΕ αποτελεί η συμμετοχή των παραγωγικών φορέων εκπροσώπησης των ΜΜΕ στην ΕΑΤ.
*Λεπτομερές σχέδιο προϋπολογισμού της Τράπεζας και κατανομής των πόρων της σε συγκεκριμένες κατηγορίες. Πάγια θέση της ΓΣΕΒΕΕ αποτελεί η ύπαρξη ξεχωριστού προϋπολογισμού αποκλειστικά για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
3. Μείωση φορολογίας
Το φορολογικό σύστημα αποτελεί τον πυλώνα της δημοσιονομικής διαχείρισης και της οικονομικής πολιτικής. Κατά την διάρκεια της κρίσης είχε αναχθεί στο βασικό πεδίο της ασκούμενης περιοριστικής πολιτικής, με σοβαρές συνέπειες για τη σύνθεση των δημοσίων εσόδων, την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, το σχεδιασμό των επενδύσεων και την ιδιωτική κατανάλωση. Η εμμονή στην εισπρακτική λειτουργία του φορολογικού συστήματος, αδιαφορώντας για τις αναδιανεμητικές και τις αναπτυξιακές πτυχές του, επέφερε σωρεία προβλημάτων στη λειτουργία των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων.
Αυτό προκύπτει και από τις έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το οικονομικό κλίμα στις ΜμΕ, όπου ένα από τα σημαντικά ευρήματα συνίσταται στο ότι η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρηματιών θεωρούν ότι το βασικότερο εμπόδιο για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα είναι η υπέρμετρη φορολόγηση.
Παράλληλα η ΓΣΕΒΕΕ έχει επισημάνει ότι το πρόβλημα ως προς τα φορολογικά έσοδα εκτός από το ύψος των ονομαστικών συντελεστών, είναι η αδυναμία διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, η αδυναμία αύξησης της εισπραξιμότητας και επίτευξης ενός αποτελεσματικού συντελεστή στο μέσο όρο της ΕΕ (effective tax rate). Επιπλέον, το μίγμα φορολόγησης δεν έχει αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, δηλαδή δε γίνεται με σκοπό τη μεταβίβαση πόρων προς περισσότερο παραγωγικούς σκοπούς και δραστηριότητες με υψηλό πολλαπλασιαστή. Δεν παράγει, με άλλα λόγια κίνητρα, προς τις επιχειρήσεις ώστε να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Αντίθετα δημιουργεί κίνητρα μη συμμόρφωσης και αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά που τροφοδοτούν τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης και της εκτίναξης του ιδιωτικού χρέους.
Με βάση αυτά, θεωρούμε ότι εκτός από τις ελαφρύνσεις που θα προκύψουν λόγω των θετικών δημοσιονομικών επιδόσεων είναι ανάγκη να ανοίξει πλέον η ατζέντα και ο διάλογος για έναν ριζικό ανασχεδιασμό της φορολογικής πολιτικής. Ένας τέτοιος ανασχεδιασμός θα πρέπει να μεριμνά για: α) την υιοθέτηση και την θεσμοθέτηση κινήτρων για αποκάλυψη εισοδημάτων εκ μέρους των φορολογουμένων και β) εκτός από την στενή ταμειακή λειτουργία –απαραίτητη για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων– να ενισχυθούν με τρόπο ορθολογικό τόσο η αναδιανεμητική όσο και η αναπτυξιακή λειτουργία της φορολογικής πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό οι βασικές προτάσεις της ΓΣΕΒΕΕ είναι:
*Μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων
*Διατήρηση του καθεστώτος χαμηλής φορολογίας για νέους επιχειρηματίες.
*Εξορθολογισμός των έμμεσων φόρων που όχι μόνο είναι εξ ορισμού κοινωνικά άδικοι αλλά επιπλέον αυξάνουν υπέρμετρα και το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων.
*Καθιέρωση αφορολόγητου για έσοδα από επαγγελματική δραστηριότητα ώστε να υπάρξει ισότιμη μεταχείριση των φορολογουμένων.
*Αναπροσαρμογή του αφορολόγητου ορίου. Είναι ανορθολογικό να επιβάλλεται φόρος σε πολύ χαμηλά εισοδήματα ή ακόμα και μηδενικά μέσω των τεκμηρίων, λόγω ελαχίστων προσόδων ή περιουσιακών στοιχείων.
*Κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας.
*Σταδιακή μείωση και τελικά κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
*Καθιέρωση ενός ακατάσχετου λογαριασμού ανά επιχείρηση, ο οποίος θα σχετίζεται αποκλειστικά με τη χρήση τερματικού μηχανήματος POS και ηλεκτρονικών συναλλαγών.
*Μείωση κόστους ενέργειας για τις επιχειρήσεις. Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στην ενέργεια (ηλεκτρική ενέργεια, πετρέλαιο, φυσικό αέριο) είναι πολλαπλάσιοι εκείνων που επιβάλλουν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και των ορίων που αναφέρονται στις σχετικές Οδηγίες της ΕΕ.
*Κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου ΕΝΦΙΑ των επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων για τα ιδιοχρησιμοποιούμενα επαγγελματικά ακίνητα. Μείωση του ΕΝΦΙΑ και εισαγωγή κριτήριων ώστε να μην καταβάλλεται από κοινωνικές ομάδες που αντικειμενικά βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία (π.χ. άνεργοι).
*Μείωση και τελικά κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης χωρίς εισοδηματικά κριτήρια. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης θεσμοθετήθηκε ως έκτακτο μέτρο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης και την ενίσχυση των ασθενέστερων στρωμάτων μέσα από σχετικές κοινωνικές και προνοιακές πολιτικές. Καθώς εξερχόμαστε από την οικονομική κρίση, η διατήρηση αυτής της εισφοράς η οποία εκ των πραγμάτων είναι ακόμα ένας φόρος επί του εισοδήματος, θα πρέπει να καταργηθεί.
*Αύξηση του μέγιστου ύψους κύκλου εργασιών για τους μη υπόχρεους υποβολής ΦΠΑ. Εναλλακτικά, για κύκλους εργασιών έως 30.000€, ο επιτηδευματίας να τυγχάνει όμοιας μεταχείρισης όπως το φυσικό πρόσωπο- φορολογούμενος.
*Υιοθέτηση της αρχής «προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις» στη φορολογική νομοθεσία. Πριν την ψήφιση ενός νόμου ή την εφαρμογή μιας κανονιστικής πράξης θα πρέπει να αναλύονται οι επιπτώσεις των διατάξεων στη λειτουργία των μικρών επιχειρήσεων, κάτι που σήμερα δεν συμβαίνει (SME test). Αποτελεί υποχρέωσή μας έναντι της ΕΕ.
*Επαναφορά στο προηγούμενο καθεστώς της προκαταβολής φόρου εισοδήματος επόμενου έτους, ο συντελεστής του οποίου ανέρχεται σήμερα στο 100% επηρεάζοντας αρνητικά την ρευστότητα των επιχειρήσεων.
*Επαναφορά του αφορολόγητου αποθεματικού για επενδύσεις (όπου μέρος των κερδών π.χ. 30% δεν φορολογείται υπό την προϋπόθεση ότι επενδύεται στην επιχείρηση) που προσφέρει μια εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης για επενδύσεις (ίδια κεφάλαια αντί για δάνειο), η οποία θεωρείται καλύτερη για τις ΜμΕ σε περιόδους κρίσης και ειδικά υπό την παρούσα έλλειψη τραπεζικής χρηματοδότησης.
*Δημιουργία Συμβουλευτικής Υπηρεσίας που θα ασκεί προληπτικό έλεγχο παρέχοντας συμβουλές, όχι ποινές, και ενημέρωση στις επιχειρήσεις για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης (παράλληλη υπηρεσία με τις ελεγκτικές αρχές).
4. Προτιμησιακό δικαίωμα δανειοληπτών
Είναι επιτακτική η ανάγκη για διαμόρφωση, ψήφιση από όλα τα κόμματα και εφαρμογή μιας κοινής χάρτας πολιτικών για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της υπερχρέωσης που θα συνδυάζει τα προηγούμενα εργαλεία με την προσθήκη ορισμένων σημαντικών ρυθμίσεων. Συγκεκριμένα, η ΓΣΕΒΕΕ προτείνει τη θεσμοθέτηση των παρακάτω εργαλείων-πολιτικών:
*Η προστασία της κύριας κατοικίας πρέπει να διατηρηθεί και για τα επόμενα χρόνια, με μοναδικό κριτήριο την ανάλυση της εισοδηματικής ικανότητας του δανειολήπτη. Παράλληλα, να υπάρξει μέριμνα για την προστασία της επαγγελματικής στέγης και των λοιπών παγίων των επιτηδευματιών, ιδιαίτερα όταν αποτελούν μοναδικό μέσο αναπαραγωγής και διατήρησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
*Δυνατότητα εξαγοράς ή άμεσης επαναγοράς του δανείου που έχει αποδοθεί σε ταμεία - distress funds από το δανειολήπτη σε τιμές αντίστοιχες της αγοράς από το fund (με μια μικρή επιπρόσθετη εισφορά έως 2% για να απαλειφθεί το σενάριο του ηθικού κινδύνου).
*Απαλοιφή υπολοίπων οφειλής έπειτα από οικειοθελή και συναινετικό πλειστηριασμό ακινήτου, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες για τις οποίες έχει υπάρξει προσημείωση.
*Θα πρέπει να συμπεριληφθούν στη δυνατότητα υπαγωγής στη ρύθμιση χρέους πρώην επαγγελματίες-συνταξιούχοι που δεν διατηρούν την ιδιότητα του επιχειρηματία αλλά είχαν λάβει δάνειο και διέκοψαν την επιχειρηματική δραστηριότητα εντός της κρίσης. Αντίστοιχη μέριμνα πρέπει να ληφθεί για τους εγγυητές συνοφειλέτες επαγγελματίες ή συνταξιούχους. Σε περίοδο κρίσης δεν τεκμαίρεται επί της αρχής δολιότητα στη μη αποπληρωμή οφειλών και θα πρέπει αυτή να αποδεικνύεται μέσα από την αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη.
*Σχετικά με τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, οι πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις έχουν αξιολογηθεί ως θετικές. Οι επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί για το σκέλος των φορολογικών ρυθμίσεων σε μεγάλο βαθμό άρθηκαν με τις βελτιώσεις που έγιναν από την πράξη νομοθετικού περιεχομένου τις 27/6/2019 η οποία και θα πρέπει απαραίτητα να κυρωθεί και από την Ελληνική Βουλή.
Η ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι με την εισαγωγή ενός τέτοιου ολιστικού πλέγματος ρυθμίσεων και πραγματικής προστασίας των αδύναμων καθιερώνεται ένα πλαίσιο ορθολογικής διαχείρισης των κόκκινων δανείων που ευνοεί την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος, τη διατήρηση και ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας και βελτιώνει τη συνεργασία και την εμπιστοσύνη μεταξύ κράτους, ιδιωτών και τραπεζικού τομέα.
5. Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας
Επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης και του καθορισμού των κατώτατων αμοιβών στην αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων. Ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού (ν.4172/2013) θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμος υπό την προϋπόθεση ότι θα αποτελούσε εργαλείο στα χέρια των κοινωνικών εταίρων. Επιπλέον και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κρίσιμοι παράγοντες του κόστους και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν δύναται να προσδιοριστούν και να ρυθμιστούν στο σύνολο τους από τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά εξαρτώνται ευθέως από την εκάστοτε κυβερνητική πολιτική, θα μπορούσε ο κοινωνικός διάλογος που διεξάγεται για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού να συμπεριλαμβάνει και την κυβέρνηση ως ισότιμο εταίρο μετατρέποντας τον από διμερή σε τριμερή.
6. Προτάσεις για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις της Σαμοθράκης λόγω της διακοπής της ακτοπλοϊκής σύνδεσης
Η διακοπή της ακτοπλοϊκής σύνδεσης της Σαμοθράκης με την Αλεξανδρούπολη οδήγησε χιλιάδες επαγγελματίες σε απόγνωση. Η Διοίκηση της ΓΣΕΒΕΕ απαντώντας σε έκκληση του τοπικού της σωματείου επισκέφθηκε το νησί στις 25 και 26 Αυγούστου για να συζητήσει με τους επαγγελματίες και να καταγράψει τα προβλήματα. Αποτέλεσμα αυτών των επαφών είναι η ακόλουθη καταγραφή των προβλημάτων και οι προτεινόμενες λύσεις.