Ακολουθούν όσα ειπώθηκαν και ζητήθηκαν από τη μεριά του Προέδρου: «Καταρχήν, θεωρούμε επιβεβλημένο να υπογραμμίσουμε για μια ακόμα φορά ότι, ο σωματειακός χαρακτήρας των Επιμελητηρίων, τα διαφοροποιεί από τον ιδρυματικό χαρακτήρα άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, κάτι που επιβάλλει και την καθιέρωση της αναγνωρισμένης διοικητικής και διαχειριστικής τους αυτοτέλειας. Και αυτό, γιατί τα Επιμελητήρια, διοικούνται από αιρετές, από τις επιχειρήσεις - μέλη τους, διοικήσεις, χωρίς να επιβαρύνουν καθόλου τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ αντίθετα, τα ιδρυματικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, διοικούμενα από διορισμένες από την κεντρική εξουσία διοικήσεις, βρίσκονται σε πλήρη εξάρτηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, με αρμοδιότητες που απευθύνονται σε όλους τους πολίτες.
Το ίδιο καθεστώς, διέπει και αντίστοιχους προς τα Επιμελητήρια φορείς, όπως οι Δικηγορικοί Σύλλογοι. Η διοικητική και διαχειριστική αυτοτέλεια αυτών των φορέων, είναι αναγνωρισμένα χαρακτηριστικά γενικά από τη νομοθεσία, αλλά προκειμένου περί Επιμελητηρίων, που διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 4497/2017, υπάρχουν διάφορες νομοθετικές αγκυλώσεις στις ρυθμίσεις της οργάνωσης και λειτουργίας αυτών, που δεν υπάρχουν στις άλλες αντίστοιχες μορφές σωματειακής φύσης φορέων, όπως οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, γεγονός που δυσχεραίνει σημαντικά τη λειτουργία του θεσμού από πλευράς διοικητικής και διαχειριστικής αυτοτέλειας και αυτοδυναμίας, με στοιχεία κρατισμού, μετατρέποντάς τα σε υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησης, με ότι αυτό συνεπάγεται. Ως εκ τούτου, απαιτείται τροποποίηση του Ν. 4497/2017, στην κατεύθυνση εναρμόνισης του νομικού καθεστώτος των Επιμελητηρίων με τους εν λόγω φορείς.
Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς, στο πλαίσιο των θέσεων που έχει υποβάλει και στο παρελθόν και συντασσόμενο με τις προτάσεις της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων για την επιμελητηριακή νομοθεσία, επικεντρώνεται στα κάτωθι βασικά σημεία:
Τα Επιμελητήρια, δεν υπάγονται στο δημόσιο τομέα, όπως οριοθετείται από το Ν. 1256/1982 ως ισχύει σήμερα, ούτε ανήκει στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης του άρθρου 14 του Ν. 4270/2014, και συνεπώς, δεν εμπίπτουν και δεν πρέπει να εμπίπτουν:
• στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4013/2011 περί Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων
• στις διατάξεις του Ν. 4155/2013 για το Εθνικό Σύστημα Ηλεκτρονικών Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΣΗΔΗΣ)
• στις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 11 του Ν.4013/2011 του Κ.Η.Μ.Δ.Η.Σ.
• στις διατάξεις του Ν. 4270/2014, οι οποίες δεν έχουν εφαρμογή επί των Επιμελητηρίων, αφού αυτά μπορούν, κατ’ αναλογία και μόνο, να τις εφαρμόσουν προκειμένου να συντάσσονται κάθε χρόνο οι οικονομικές τους καταστάσεις
• στο Ν. 4412/16, καθότι οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις περί προμηθειών δημιουργούν εμπόδια στην ευέλικτη και αποτελεσματική λειτουργία των Επιμελητηρίων, τα οποία μετατρέπονται πλέον σε υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησης με τα γνωστά εγγενή δυσλειτουργικά αποτελέσματα. Ενόψει της διαχειριστικής τους αυτοτέλειας είναι απαραίτητη η πρόβλεψη θέσπισης, με Προεδρικό Διάταγμα, Ειδικού Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών των Επιμελητηρίων
• στο Ν.4336/2015 και ειδικά στις διατάξεις που αφορούν σε μετακινήσεις, οδοιπορικά, ημερήσια αποζημίωση και έξοδα παράστασης, δεδομένου ότι αφορούν σε πρόσωπα που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και όχι σε αυτά των Επιμελητηρίων, τα οποία δεν αποτελούν φορείς Γενικής Κυβέρνησης, διαθέτουν αποκλειστικά δικό τους προϋπολογισμό και δεν να επιβαρύνουν τον Κράτος. Κατά συνέπεια, σχετικές επί αυτών των θεμάτων αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Περαιτέρω, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν και τα κάτωθι θέματα:
• Η ενίσχυση του κοινωνικού αποτυπώματος των Επιμελητηρίων, με τη δυνατότητα επιχορήγησης κοινωφελών δράσεων και πρωτοβουλιών στην επιμελητηριακή τους περιφέρεια.
• Η έλλειψη ικανού αριθμού σε προσωπικό.
• Η δυνατότητα μετατάξεων και αποσπάσεων υπαλλήλων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης σε Επιμελητήρια, αλλά και υπαλλήλων των Επιμελητηρίων σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία.
• Οι αποδοχές των αποσπασμένων, σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, υπαλλήλων των Επιμελητηρίων, να αναλαμβάνονται από τον φορέα προς τον οποίο αποσπώνται.
• Όσον αφορά στην αναμόρφωση του Γ.Ε.ΜΗ., υπάρχει ήδη σχετικό Σ/Ν, επί του οποίου το Ε.Β.Ε.Π. υπέβαλε τις παρατηρήσεις του και το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί, διατηρώντας αρκετές από τις προτεινόμενες διατάξεις, που έχουν ήδη συμφωνηθεί στο δημόσιο διάλογο. Το Γ.Ε.Μ.Η. πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κύρια Υπηρεσία, άρρηκτα συνδεδεμένη με τον επιμελητηριακό θεσμό. Τα ανταποδοτικά τέλη από τη λειτουργία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου αποτελούν επιμελητηριακό έσοδο, αφού οι υπηρεσίες του Επιμελητηρίου εξυπηρετούν αυτό και εργάζονται γι’ αυτό κατά πλήρη απασχόληση. Λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντικότητα του Γ.Ε.ΜΗ., ως αξιόπιστου εργαλείου παρακολούθησης και ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, απαιτείται επίσης η διασφάλιση, τόσο των εσόδων του, όσο και της επικαιροποίησης των στοιχείων του – διασυνδέοντάς το με την υποβολή του Ε3 από τους υπόχρεους.
Η Κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη τις καθιερωμένες και ιστορικά επιτυχημένες αξίες της διοικητικής και διαχειριστικής αυτοτέλειας των Επιμελητηρίων, ως αυτοδύναμων θεσμικών οργάνων, πρέπει να προχωρήσει στην άρση των παραπάνω εμποδίων, τα οποία ουσιαστικά δυσχεραίνουν την επιμελητηριακή δραστηριότητα, που είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την επιχειρηματική ανάπτυξη και κατ' επέκταση την εθνική, οδηγώντας σε αδικαιολόγητα ασφυκτικά ελεγχόμενα διοικητικά πλαίσια της κεντρικής εξουσίας, δηλαδή, σε μία γραφειοκρατική, δυσκίνητη και μειωμένης αποτελεσματικότητας λειτουργία, που κάθε άλλο παρά διευκολύνει την απαραίτητη και απαιτούμενη ευελιξία στον επιμελητηριακό θεσμό και φυσικά στην οικονομία της χώρας εν γένει.
Πιστεύουμε ότι, με την απαραίτητη υπευθυνότητα και ενεργοποίηση απ’ όλες τις πλευρές, ο επιμελητηριακός θεσμός μπορεί να αναδειχθεί σε πολύτιμο αναπτυξιακό εργαλείο, όχι μόνο για τις ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και συνολικά για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, στη βάση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας. Τα Επιμελητήρια, εκτός από κέντρα εξυπηρέτησης των επιχειρηματιών, μπορούν να γίνουν «κέντρα ψηφιακών γνώσεων» με «δομές στήριξης των επιχειρήσεων», που θα μας οδηγήσουν με ασφάλεια στην ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων, στην ψηφιακή οικονομία και σε μία βιώσιμη ανάπτυξη, αντίστοιχη των οικονομικά ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών. Τα Επιμελητήρια της χώρας προσφέρουν δημόσιες υπηρεσίες στον ιδιωτικό τομέα με χρήματα των επιχειρήσεων, χωρίς να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, γι’ αυτό πρέπει να αξιοποιηθούν ακόμη περισσότερο από την Κυβέρνηση.
Με βάση τα ανωτέρω εκτιμούμε ότι, τόσο η εθνική μας οικονομία όσο και η πολιτεία, έχουν ανάγκη από έναν αξιόπιστο συνεργάτη – «εργαλείο» στήριξης της αγοράς που θα ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου επιχειρηματικού περιβάλλοντος και θα στηρίζεται στο δίπτυχο «βιώσιμες επιχειρήσεις - υγιή Επιμελητήρια». Το μοντέλο των Επιμελητηρίων, της παροχής δηλαδή πολλαπλών υπηρεσιών του δημοσίου, χωρίς κανένα απολύτως ουσιαστικά δημοσιονομικό ή επιχειρηματικό κόστος, εάν δεν το είχαμε, στην παρούσα οικονομική κατάσταση, θα το γεννούσαν οι ανάγκες της ίδιας της αγοράς.
Τέλος, επιβεβαιώνουμε τη βούλησή μας να εργαστούμε, στο πλαίσιο της Κ.Ε.Ε.Ε., για την ενίσχυση και θωράκιση του επιμελητηριακού θεσμού, καθώς και την ισχυρή θέλησή μας να συνεργαστούμε με τον αρμόδιο Υπουργό, προκειμένου να επιτευχθεί η εμπέδωση της βιωσιμότητας των Επιμελητηρίων, σε συνθήκες διοικητικής αυτονομίας και αυτοτέλειας».