Κατά τη διάρκεια της ελληνικής οικονομικής κρίσης, οι καταθέσεις των φορέων του ιδιωτικού τομέα στα εγχώρια Νομισματικά και Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ) υπέστησαν μεγάλη συρρίκνωση.
Οπως αναφέρει η Eurobank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία, επικαλούμενη τα στοιχεία της ΤτΕ, το σύνολο των καταθέσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στα εγχώρια ΝΧΙ, από το ιστορικό υψηλό του Σεπτεμβρίου 2009 και τα €237,8 δις (100,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ 2009) μειώθηκε στα €119,0 δις τον Απρίλιο 2017 (66,0% ως ποσοστό του ΑΕΠ 2017). Το 80,8% (€96,0 δις) της προαναφερθείσας πτώσης προήλθε από τον τομέα των νοικοκυριών και το υπόλοιπο 19,2% (€22,8 δις) από τον τομέα των επιχειρήσεων.
Λαμβάνοντας υπ’όψιν τις λειτουργίες του χρήματος ως μέσου αποθήκευσης της αξίας και συναλλαγών, η πτώση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα δύναται να ερμηνευτεί από την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, τη συρρίκνωση του ονομαστικού ΑΕΠ και την απομόχλευση των ισολογισμών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Η άνοδος της αβεβαιότητας (π.χ. στο τέλος Φεβρουαρίου 2012, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν στο 36,6%), το χαμηλό κόστος ευκαιρίας διακράτησης ρευστών διαθεσίμων και η μείωση του αποταμιευτικού πλούτου των νοικοκυριών λόγω συρρίκνωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. το ονομαστικό ΑΕΠ από το ιστορικό υψηλό των €242,0 δις το 2008 μειώθηκε στα €176,5 δις το 2017) δύναται να συνδεθούν με την πτώση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα στα εγχώρια ΝΧΙ.
Από τον Απρίλιο 2017, το σύνολο των καταθέσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ακολουθεί ανοδική πορεία. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσίευση της ΤτΕ, το προαναφερθέν σύνολο διαμορφώθηκε τον Αύγουστο 2019 στα 139,7 δις (73,4% του προβλεπόμενου – σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – ΑΕΠ 2019), ενισχυμένο κατά €1,1 δις ή 0,8% και €8,1 δις ή 6,2% σε μηνιαία και ετήσια βάση αντίστοιχα. Σε σύγκριση με το τέλος του 2018 οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα παρουσίασαν αύξηση €5,2 δις ή 3,9% και σε σχέση με το χαμηλό 15,5 ετών του Απριλίου 2017 άνοδο €20,7 δις ή 17,4%.
Η βελτίωση του οικονομικού κλίματος, η μείωση της αβεβαιότητας και η πορεία ανάκαμψης – έστω και ήπιας – της ελληνικής οικονομίας, δύναται να αποτελέσουν ερμηνευτικούς παράγοντες της ενίσχυσης των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα τα δύο τελευταία χρόνια.
Η τράπεζα θεωρεί ότι η μείωση του αποθησαυρισμού (επιστροφή φυσικού χρήματος στα εγχώρια ΝΧΙ) λόγω ενίσχυσης του κλίματος χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ήταν ο κυρίαρχος παράγοντας. Το εν λόγω επιχείρημα εδράζεται, 1ον στη συρρίκνωση της νομισματικής βάσης Μ0 (φυσικό χρήμα σε κυκλοφορία) από τα €50,5 δις τον Ιούνιο 2015 στα €24,1 δις τον Αύγουστο 2019, 2ον στη σχετικά ήπια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας (η ζήτηση χρήματος είναι θετική συνάρτηση του ονομαστικού ΑΕΠ) και 3ον στη συνεχιζόμενη πιστωτική συρρίκνωση (-9,9% τον Αύγουστο 2019 ή -0,1% αν λάβουμε υπ’όψιν τις διαγραφές, τις συναλλαγματικές διαφορές και τις αναταξινομήσεις).
Συνεπώς, η διερεύνηση του προαναφερθέντος θετικού αποτελέσματος της αύξησης των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, αποκαλύπτει και ένα πιθανό ρίσκο για το μέλλον. Αυτό έχεις ως εξής: οι δυνατότητες άντλησης καταθετικών ροών από τη δεξαμενή του αποθησαυρισμού σταδιακά εξαντλούνται. Ως εκ τούτου, η σκυτάλη για την περαιτέρω αύξηση των καταθέσεων στα εγχώρια ΝΧΙ θα πρέπει να περάσει στην πραγματική οικονομία και την ενίσχυση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας (δημιουργία πλούτου). Η αναστροφή της πιστωτικής συρρίκνωσης δύναται να έχει θετική συνεισφορά προς αυτή την κατεύθυνση.