Η αρχική απόδοση είχε τοποθετηθεί στο 1,55%, ενώ μέσα στις δύο πρώτες ώρες, οι προσφορές από τους επενδυτές είχαν ξεπεράσει τα 5 δισ. ευρώ. Στο κλείσιμο, οι προφορές διαμορφώθηκαν πάνω από τα 5,4 δισ. ευρώ.
Οι αναλυτές ανέμεναν ότι η ζήτηση θα ήταν ισχυρή, καθώς το περιβάλλον τόσο της αγοράς ομολόγων γενικότερα αλλά και γύρω από την Ελλάδα ειδικότερα είναι ιδιαίτερα θετικό, μετά και τις ταχύτατες κινήσεις της νέας κυβέρνησης, ενώ τα ελληνικά ομόλογα αναμένεται να επωφεληθούν και από το QE της ΕΚΤ το οποίο αν και δεν τα αφορά άμεσα, ωστόσο αναμένεται να στρέψει ακόμη πιο έντονα τους επενδυτές σε αυτά, λόγω των ελκυστικών αποδόσεών τους σε ένα περιβάλλον πληθώρας τίτλων με πολύ χαμηλά ακόμη και αρνητικά επιτόκια.
Οι τράπεζες BNP Paribas, Citi, Goldman Sachs, HSBC και J.P. Morgan είναι οι συνδιοργανωτές της έκδοσης, οι ίδιες δηλαδή τράπεζες που είχαν "αναλάβει" την έκδοση του Μαρτίου, και "τρέχουν" την όλη διαδικασία.
Αρχικός στόχος ήταν άντληση τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ, και τελικά το Ελληνικό Δημόσιο άντλησε 1,5 δισ. ευρώ. Όπως σχολιάζει ο Νίκος Καυκάς, υπεύθυνος τμήματος ανάλυσης της Δεπόλας ΑΧΕΠΕΥ, το μέγεθος ενδέχεται να μην είναι σημαντικό, αλλά είναι άλλο ένα βήμα προς την επαναφορά της κανονικότητας όσον αφορά στη σχέση της χώρας με τις αγορές κεφαλαίου.
Αξίζει να σημειώσουμε πως το 10ετές ομόλογο εκδόθηκε στις 5 Μαρτίου 2019 με απόδοση 3,9% και κουπόνι 3,875%. Ο ΟΔΔΗΧ είχε αντλήσει 2,5 δισ. ευρώ με τις προσφορές να ξεπερνούν τα 11,8 δισ. ευρώ. Ενδιαφέρον είχαν εκδηλώσει πάνω από 380 επενδυτές, ενώ στα hedge funds διανεμήθηκε το 11% της έκδοσης, στα συνταξιοδοτικά ταμεία το 4%, το 68% σε διαχειριστές κεφαλαίων, το 14,5% σε τράπεζες - ιδιωτικές τράπεζες και το 2,5% σε κεντρικές τράπεζες.
To "άνοιγμα" της έκδοσης του Μαρτίου έχει τους ίδιους όρους και χαρακτηριστικά με την αρχική, με λήξη στις 12 Μαρτίου του 2029 και κουπόνι στο 3,875% αλλά με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο (απόδοση), κάτα 60% περίπου.
Όπως δήλωσε και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας μιλώντας νωρίτερα στην ΕΡΤ, "το επιτόκιο με το οποίο ξεκίνησε η διαδικασία είναι στο 1,55%. Δεν ξέρει κανένας που θα καταλήξει, η ζήτηση είναι για 1 δισ. ευρώ. Ο στόχος δεν είναι να κάνουμε μια μεγάλη έκδοση, ο στόχος είναι να κάνουμε μια πετυχημένη έκδοση με καλή διασπορά στους επενδυτές και με ένα χαμηλό κόστος δανεισμού. Εκτιμάται ότι το κόστος δανεισμού θα κυμανθεί σε αυτήν την περιοχή, ίσως οριακά ψηλότερα, και μέτρο σύγκρισης τον Μάρτιο του 2019 που το κόστος δανεισμού στην αντίστοιχη έκδοση ήταν 3,9%".
Με το reopening της έκδοσης, η οποία είχε συμφωνηθεί στα τέλη Σεπτεμβρίου μετά από σύσκεψη του υπουργείου Οικονομικών και του ΟΔΔΗΧ, η Ελλάδα βγαίνει για τέταρτη φορά φέτος στις αγορές, στέλνοντας ένα ακόμα ισχυρό σήμα στους επενδυτές και "παγιώνοντας" ουσιαστικά την παρουσία της ως "κανονικός" εκδότης χρέους. Παράλληλα, μειώνει το χρηματοδοτικό της κόστος ενώ αυξάνει την ρευστότητα της αγοράς ομολόγων, προσελκύοντας περισσότερους real money ("καλής ποιότητας") επενδυτές. Από τα 2,5 δισ. ευρώ, το μέγεθος της έκδοσης αυξάνεται έτσι στα 3,5 δισ. ευρώ τουλάχιστον.
Καθώς έχει ήδη καλυφθεί το πρόγραμμα δανεισμού του 2019 και μάλιστα έχει υπερκαλυφθεί κατά 500 εκατ. ευρώ με τις τρεις προηγούμενες εκδόσεις (5ετές, 10ετές, 7ετές), η κίνηση αυτή δεν γίνεται γιατί το Ελληνικό Δημόσιο έχει ανάγκη από κεφάλαια –και οι αγορές το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας είναι ήδη καλυμμένες με το cash buffer, ενώ η πρόωρη πληρωμή των ακριβών δανείων του ΔΝΤ θα γίνει μέσω του "μαξιλαριού" ρευστότητας. Η κίνηση αυτή εντάσσεται στην στρατηγική του ΟΔΔΗΧ για συχνή επαφή με τις αγορές, τη βελτίωση της καμπύλης αποδόσεων, τη βελτίωση της δευτερογενούς αγοράς και της ενίσχυσης της ρευστότητας, καθώς και της διεύρυνσης της επενδυτικής βάσης της χώρας. Το reopening παλαιότερων εκδόσεων είναι μία στρατηγική που ακολουθούν πολλά κράτη, ειδικά όταν δεν υπάρχει ουσιαστική ανάγκη για έκδοση νέου τίτλου.
Πηγή: capital.gr