Της Δήμητρας Μανιφάβα
Όξυνση και κορύφωση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων τη διετία 2015-2016 προβλέπει το ΚΕΠΕ σε μελέτη του που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο μηνιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων. Με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να υπολογίζονται συνολικά σε 84 δις. ευρώ, το ΚΕΠΕ χαρακτηρίζει την αντιμετώπισή τους τη σημαντικότερη πρόκληση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Την ίδια ώρα αναφέρει παραδείγματα δημιουργίας κρατικών φορέων διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία δεν διστάζει να χαρακτηρίσει αμφιλεγόμενα.
Στο πλαίσιο της μελέτης εξετάζονται οι δύο βασικές πρακτικές προσέγγισης του προβλήματος:
α) η αποκεντροποιημένη αντιμετώπιση μέσω της ενεργού διαχείρισης των χαρτοφυλακίων από κάθε τραπεζικό ίδρυμα ξεχωριστά, όπως στην πραγματικότητα συμβαίνει τώρα και
β) η κεντρική διαχείριση μέσω της άμεσης μεταβίβασης σε έναν θεσμικό φορέα («Asset Management Company», «AMC»), συνήθως κρατικής σύνθεσης και σύστασης. Η δεύτερη αυτή προσέγγιση είναι αυτή που προτείνεται και από την σημερινή κυβέρνηση, αλλά που η εφαρμογή της αναβλήθηκε για φέτος και έχει παραπεμφθεί στο 2016.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η πρακτική της κεντρικής διαχείρισης μέσω σύστασης κρατικών, ιδιωτικών ή υβριδικού χαρακτήρα φορέων, έχει χρησιμοποιηθεί σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις στο παρελθόν με αμφιλεγόμενα συνήθως αποτελέσματα. Ενδεικτικά αναφέρονται:
• Resolution Trust Company, ΗΠΑ 1989
• Securum, Σουηδία 1992
• Fondo Bancario de Protección al Ahorro (FOBAPROA), Μεξικό 1995
• Indonesia Bond Pricing Agency (IBPA), Ινδονησία 1998
• Korean Asset Management Corporation (KAMCO), Κορέα 1998
• Danaharta, Μαλαισία 1998
• Savings Deposit Insurance Fund (SDIF), Τουρκία 2001
• National Asset Management Agency (ΝΑΜΑ), Ιρλανδία 2009
• Sociedad de Gestión de Activos procedentes de la Reestructuración Bancaria (SAREB), Ισπανία
2012.
Η αποτελεσματικότητα των AMCs, παρόλο που θα πρέπει να εξετάζεται στη βάση των επιδιωκόμενων ανά περίσταση στόχων, κρίνεται ως μη επιτυχής καθώς τείνει να μην επιφέρει άμεσα την επιδιωκόμενη αναδιάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στον αντίποδα, η ενεργή διαχείριση του ισολογισμού των τραπεζών εφαρμόστηκε στις αγορές της Γερμανίας και του Ην. Βασιλείου5 (2009), με απτά αποτελέσματα ως προς την εξυγίανση και αναδιάρθρωση των δανείων.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ οι δύο πρακτικές εμφανίζουν τα ακόλουθα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα:
i) Ενεργή διαχείριση:
Πλεονεκτήματα:
• Μη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων
• Αποτελεσματικότητα αποτίμησης χαρτοφυλακίων
• Επιδίωξη βέλτιστων στόχων ανά ίδρυμα
• Κίνητρο συνέχισης εξυπηρέτησης από δανειολήπτες
• Δυνατότητα τιτλοποίησης (securitization) προς άντληση ρευστότητας
• Ιδανική όταν έχει προηγηθεί ανακεφαλαιοποίηση των ιδρυμάτων
Μειονεκτήματα:
• Ανάγκη δημιουργίας σχετικής αγοράς
• Σχετικά πιο χρονοβόρα διαδικασία
• Ανάγκη απλούστευσης εσωτερικών διαδικασιών των ιδρυμάτων – Δημιουργία σχετικών μονάδων
ii) Κεντρικός φορέας (AMC):
Πλεονεκτήματα:
• Ταχύτερη διαδικασία μεταφοράς στοιχείων ενεργητικού
• Άμεση επίπτωση στον ισολογισμό
Μειονεκτήματα:
• Αναποτελεσματικότητα τιμολόγησης
• Απουσία βέλτιστων στόχων ανά ίδρυμα
• Χρήση κρατικών πόρων
• Ανάγκη διαφάνειας
• Χρονοβόρα διαδικασία δημιουργίας φορέα
• Κίνδυνος χαρακτηρισμού κρατικής επιχορήγησης (State aid).