Τα παραπάνω προκύπτουν από την κλαδική μελέτη «Τουριστικά – Ταξιδιωτικά Γραφεία» που εκπόνησε πρόσφατα η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP ΑΕ και η οποία εστιάζει στις τουριστικές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται γραφεία εισερχόμενου, εσωτερικού και εξερχόμενου τουρισμού.
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP, o οποίος επιμελήθηκε της εν λόγω κλαδικής μελέτης, ο εισερχόμενος τουρισμός καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης για τουριστικές υπηρεσίες στην Ελλάδα. Ανοδικά κινήθηκε για 6η συνεχή χρονιά η τουριστική κίνηση προς τη χώρα μας το 2018, οπότε και αφίχθηκαν 30,1 εκατ. τουρίστες, καταγράφοντας αύξηση 10,8% σε σχέση με το 2017.
Το 36,7% των συνολικών αφίξεων αφορά αφίξεις μέσω οργανωμένων ταξιδιών (περίπου 10 εκατ. αφίξεις το 2017). Σε σχέση με τον εξερχόμενο τουρισμό, το 2018 πραγματοποιήθηκαν από ημεδαπούς 795 χιλ. προσωπικά ταξίδια στο εξωτερικό (αύξηση 28% σε σχέση με το 2017). Επίσης, συνολικά 7,9 εκατ. ήταν ο αριθμός των ταξιδιών κάθε είδους που πραγματοποιήθηκαν από τους ημεδαπούς το 2018 (αύξηση 6% σε σχέση με το 2017).
Η Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών - Κλαδικών Μελετών της ICAP, αναφέρει ότι το συνολικό μέγεθος της αγοράς του κλάδου των τουριστικών - ταξιδιωτικών γραφείων παρουσίασε άνοδο της τάξης του 9% το 2018 σε σχέση με το 2017. Ειδικότερα κατά κατηγορία, το μέγεθος αγοράς του εισερχόμενου οργανωμένου τουρισμού σημείωσε αύξηση περίπου 7%, ως συνέπεια της σημαντικής αύξησης του τουριστικού ρεύματος προς τη χώρα μας το 2018. Ανοδικά κινήθηκε και το μέγεθος του εσωτερικού οργανωμένου τουρισμού, καταγράφοντας αύξηση της τάξης του 9% το 2018/17 ως αποτέλεσμα της αύξησης του αριθμού των διανυκτερεύσεων των ημεδαπών τουριστών στα διάφορα καταλύματα της χώρας. Τέλος, αύξηση της τάξης του 16% εμφάνισε το μέγεθος αγοράς του εξερχόμενου οργανωμένου τουρισμού το 2018, ως αποτέλεσμα της ανόδου του αριθμού των ταξιδιών των ημεδαπών τουριστών σε προορισμούς του εξωτερικού. Το μερίδιο συμμετοχής του εισερχόμενου τουρισμού στο συνολικό μέγεθος της αγοράς ανήλθε στο 60% περίπου.