Αντιδράσεις στον επιχειρηματικό κόσμο προκαλεί η ελληνική πρόταση για τη συμφωνία με τους δανειστές. Η πρώτη επίσημη αντίδραση έρχεται από τον πρόεδρο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Κ. Μίχαλος ο οποίος σε γραπτή δήλωσή του κάνει λόγο άκρως υφεσιακά μέτρα και για άγρια φοροεπιδρομή. Ο ίδιος καλεί την κυβέρνηση να αναζητήσει ισοδύναμα μέτρα στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στην μείωση των κρατικών δαπανών. Ακολουθεί ολόκληρη η δήλωση του κ. Μίχαλου:
«Οι ελληνικές προτάσεις, έστω κι αν αποτελούν προϊόν έντονων πιέσεων από μέρους των πιστωτών της χώρας, θα αποφέρουν ακριβώς το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα στην ελληνική οικονομία και την αγορά.
Τα μέτρα είναι άκρως υφεσιακά, καθώς συνιστούν μια άγρια φοροεπιδρομή, κυρίως στις επιχειρήσεις, αλλά και γενικότερα στην κοινωνία. Η αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων από 26% σε 29% σε συνδυασμό με την αύξηση της προκαταβολής φόρου στο 100% είναι βέβαια ότι θα οδηγήσουν σε σωρεία νέων λουκέτων στην αγορά, με θύματα και αυτή τη φορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Και οι ισχυρότερες επιχειρήσεις, όμως, τιμωρούνται με επιπρόσθετο φόρο 12% στα κέρδη τους, πράγμα που σημαίνει ότι χάνουν στο «πηγάδι» του χρέους πολύτιμα κεφάλαια που θα μπορούσαν να διαθέσουν για νέες επενδύσεις.
Βαρύ θα είναι και το πλήγμα στην απασχόληση, από την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών που θα αποτελέσουν ισχυρό αντικίνητρο για νέα προσλήψεις.
Η κυβέρνηση, έστω και την τελευταία ώρα, θα πρέπει να αναθεωρήσει τις θέσεις της αυτές που βάλλουν κατά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της επιχειρηματικότητας και να αναζητήσει ισοδύναμα μέτρα, στην κατεύθυνση κυρίως της πάταξης της φοροδιαφυγής και του περιορισμού της κρατικής σπατάλης, όπου υπάρχει.
Άλλωστε, διαχρονικά έχει αποδειχτεί ότι η αύξηση των φορολογικών συντελεστών δεν επιφέρει αύξηση και των φορολογικών εσόδων, αν δεν παταχθεί η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή. Και προς αυτή την κατεύθυνση δεν έχει γίνει κανένα βήμα προόδου.
Πρωτίστως, η κυβέρνηση πρέπει να πείσει τους πιστωτές της χώρας ότι πράγματι θέλει και μπορεί να πατάξει την παραοικονομία, ενισχύοντας τον ελεγκτικό μηχανισμό και εφαρμόζοντας σύγχρονα συστήματα συλλογής των φόρων.
Παράλληλα, πρέπει να γίνει ένας εκ βάθους εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα και της δημόσιας διοίκησης, προκειμένου να περιοριστεί η σπατάλη και να καταστεί και το Δημόσιο χρήσιμο στην κοινωνία προσφέροντας ουσιαστικές υπηρεσίες στους πολίτες κυρίως στους τομείς της υγείας και της παιδείας που νοσούν βαρέως».