Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του εβδομαδιαίου δελτίου για την Ελληνική Οικονομία και τις Επιχειρήσεις του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται στην τελική ευθεία τη στιγμή που φαίνεται ότι τα μέτρα αφορούν την υπερφορολόγηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Οι διαπραγματεύσεις για συμφωνία με τους εταίρους έχουν εισέλθει σε κρίσιμο στάδιο, με τις διαφορές των δύο πλευρών να παραμένουν ακόμη μεγάλες. Παρόλα αυτά, η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος ενισχύθηκε σημαντικά τις τελευταίες ημέρες με προτάσεις μέτρων που είναι μετρήσιμα και επιτεύξιμα. Οι τελευταίες ελληνικές προτάσεις προβλέπουν μέτρα για το 2015 και 2016 αντιστοίχως, ύψους 1,51% του ΑΕΠ (1,1% του ΑΕΠ προηγουμένως) και 2,87% του ΑΕΠ (1,9% του ΑΕΠ προηγουμένως).
Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση είχε υποβάλλει λίστα μέτρων για να καλυφθούν οι υψηλότεροι στόχοι των θεσμών, όπως μέτρα για την πάταξη του λαθρεμπορίου καυσίμων, ελέγχους σε τραπεζικούς λογαριασμούς, την αντιμετώπιση της απάτης σε ΦΠΑ, e-gaming, την συμμόρφωση με ευρωπαϊκούς κανονισμούς σε περιβάλλον και γεωργία, ενδοομιλικές συναλλαγές, τέλη και άδειες από τηλεοπτικούς σταθμούς, και ρύθμιση 100 δόσεων για ληξιπρόθεσμες οφειλές, συνολικού ύψους €1,6 δισ. το 2015 και €2,4 δισ. το 2016. Αν συμπεριληφθούν και τα μέτρα αυτά, τότε ο τελικός υπολογισμός από €7,9 δισ. το 2015-16 ανέρχεται σε €11,9 δισ., εκ των οποίων €4,3 δισ. αφορούν στο 2015.
Προφανώς τα περισσότερα από τα πρόσθετα αυτά μέτρα εκρίθησαν μη επιτεύξιμα στον σχετικό χρονικό ορίζοντα, εξ ου και οι νέες προτάσεις της κυβέρνησης που υπολείπονται, όμως, των στόχων για το δημοσιονομικό κενό όπως εκτιμάται από την άλλη πλευρά. Συνεπώς, είναι βέβαιο ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχίζονται μέχρι την τελευταία στιγμή ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα.
Αν δεν υπάρξει ρήξη, οι διαβουλεύσεις κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχισθούν και την επόμενη εβδομάδα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συνεχίζει να παρέχει ρευστότητα προς το τραπεζικό σύστημα και να διασφαλίζει την αποπληρωμή των €1.6 δις προς το Δ.Ν.Τ στις 30 Ιουνίου 2015, επιτρέποντας την έκδοση εντόκων γραμματίων από την Ελληνική Δημοκρατία και την απορρόφηση τους από τις τράπεζες.
Η υπερφορολόγηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών αναμένεται να βλάψει σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα τους επόμενους μήνες. Η ελαχιστοποίηση των δυσμενών συνεπειών προϋποθέτει ότι θα έχει προσωρινό χαρακτήρα και θα αποσυρθεί μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, με την επιτυχή πάταξη της φοροδιαφυγής και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις να δημιουργούν το περιθώριο για την μείωση της φορολογίας σε μόνιμη βάση. Σε κάθε περίπτωση, η φορολογία των επιχειρήσεων δεν φορολογεί τον πλούτο αλλά αντίθετα την δημιουργία του, και ουσιαστικά φορολογεί την εργασία, καθώς αποθαρρύνει την επενδυτική δραστηριότητα και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Η έμφαση στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων είναι ατελέσφορη και εντελώς παρακινδυνευμένη εάν δεν ανατραπεί σύντομα. Στο πλαίσιο αυτό, πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης πρέπει να είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής και οι διαρθρωτικές αλλαγές εν γένει, ώστε να αυξηθούν οι δημοσιονομικοί πόροι για να μειωθεί έτσι σε δεύτερη φάση η φορολογία σε καθεστώς δημοσιονομικής ισορροπίας. Για λόγους επικοινωνιακούς καλλιεργείται σύγχυση μεταξύ επιχειρήσεων και πλουσίων. Οι διαφορές, όμως, είναι πλήρως διακριτές. Δεν είναι θεμιτό να συγχέεται η φορολόγηση των πλουσίων με την φορολόγηση των επιχειρήσεων, που κάνουν επενδύσεις και προσφέρουν απασχόληση στους εργαζομένους.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο συνεχίζεται η μερική στάση πληρωμών προς την αγορά σε όλα τα επίπεδα για να αντληθεί ρευστότητα και για να αντισταθμιστεί η υποχώρηση των εσόδων. Από την άλλη πλευρά, ορισμένα έκτακτα έσοδα και η ρύθμιση των 100 δόσεων στηρίζουν τα έσοδα και η τελευταία συγκρατεί την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογούμενων.
Μέρος της οικονομίας συνεχίζει να αντιστέκεται, όπως δείχνει η εξέλιξη του κύκλου εργασιών στη βιομηχανική παραγωγή και η εξέλιξη των μεγεθών του τουρισμού έως και τον Απρίλιο. Παραμένει όμως η πρόκληση της διαχείρισης της κληρονομιάς της κρίσης των τελευταίων ετών, όπως αποτυπώνεται από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.