Έτσι, η εκτίμηση του Ταμείου είναι ότι το χρέος θα μειωθεί από το 185% του ΑΕΠ το 2018 στο 145% του ΑΕΠ το 2028. Ωστόσο το ποσοστό αυτό είναι 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο απ’ όσο υπολογίζονταν τον περασμένο Μάρτιο.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, το κόστος εξυπηρέτησης ως προς το ΑΕΠ παραμένει «άνετα» κάτω του ορίου του 15% σε όλη την περίοδο έως το 2028. Τοποθετείται στο 7,9% κατά μέσο όρο (0,3% χαμηλότερα από τον Μάρτιο).
Υπό αυτά τα στοιχεία το DSA 10ετιας δίνει σήμα κινδύνου σε ότι αφορά τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα από παράγοντες όπως μικρότερη δυνητική ανάπτυξη, ή χαμηλότερα πλεονάσματα.
Οι παράμετροι στο βασικό σενάριο
Σταδιακά, σημειώνει το ΔΝΤ, η σύνθεση του ελληνικού χρέους θα αλλάζει και ενώ τώρα κατά 80% τηρείται από τον «επίσημο» τομέα το ποσοστό αυτό θα υποχωρήσει στο 70% έως το 2028.
Στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους το ΔΝΤ λαμβάνει υπόψη τις εξής παραδοχές:
* Η πραγματική ανάπτυξη θα είναι κατά μέσο όρο 2,1% το 2019-20 (ελαφρά χαμηλότερα από το προηγούμενο DSA του Μαρτίου) πριν σταδιακά υποχωρήσει στο 0,9% προς το τέλος της περιόδου επί της οποίας γίνεται η ανάλυση (σ.σ. 2028). Ο πληθωρισμός θα αυξηθεί από το 0,7% κατά μέσο όρο το 2019 (χαμηλότερα έναντι του Μαρτίου) και θα κινηθεί προς το 1,8% (αμετάβλητη η πρόβλεψη).
Το ονομαστικό ΑΕΠ υπό το αναθεωρημένο βασικό σενάριο είναι περίπου 3% χαμηλότερο έως το 2028 από την εκτίμηση του Μαρτίου. Η συνολική χειροτέρευση του δείκτης χρέους προς ΑΕΠ το 2028 κατά 10,5 ποσοστιαίες μονάδες εξηγείται κατά το 25% (2,5 ποσοστιαίες μονάδες) έναντι της εκτίμησης που είχε το Ταμείο τον Μάρτιο.
*Στο βασικό σενάριο σε ότι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική προβλέπεται μια ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο πρωτογενές ισοζύγιο απ’ ότι τον Μάρτιο την περίοδο 2019-25 αντανακλώντας τα μέτρα που ελήφθησαν πρόσφατα και μια «λογιστική» αλλαγή σε ότι αφορά την μέτρηση του DSA από την δεδουλευμένη βάση σε ταμειακή (για να αντανακλώνται καλύτερα οι χρηματοδοτικές ανάγκες). Η πρόβλεψη είναι ότι το πρωτογενές ταμειακό πλεόνασμα θα πέσει στο 2,6% του ΑΕΠ το 2019-20 κατά μέσο όρο. Εν συνεχεία θα υποχωρήσει στο 1,9 (2021-24) και στο 1,5% μετά το 2025. Αυτές οι αλλαγές συνεισφέρουν χοντρικά σε μια αύξηση 8 ποσοστιαίων μονάδων στη χειροτέρευση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ (δηλαδή τα υπόλοιπα 3/4).
*Σε ότι αφορά τα ληξιπρόθεσμα χρέη του Δημοσίου εκτιμάται ότι από το σημερινό επίπεδο των 2,4 δισ. ευρώ θα υποχωρήσουν στο 1,4 δισ. ευρώ εντός 2019 και θα μηδενιστούν στα τέλη του 2020, όπως προβλέπει η συμφωνία με την ΕΕ (τον Μάρτιο αναμένονταν πλήρης εκκαθάριση φέτος).
*Για τις ιδιωτικοποίησεις προβλέπονται 2,4 δισ. ευρώ τα επόμενα 10 χρόνια (όσα το Μάρτιο).
*Σε ότι αφορά το μαξιλάρι που σήμερα είναι 32 δισ. ευρώ υπολογίζεται ότι η χώρα θα τραβήξει τα 19 δισ. στην περίοδο 2019-24 (περιλαμβανομένων των 15,7 δισ. του ESM, κάτι που απαιτεί έγκριση). Τα κεφάλαια που είναι άμεσα διαθέσιμα θα περιοριστούν σε περίπου 11 δισ. ευρώ ως τα τέλη του 2024.
Για τον δανεισμό, το ΔΝΤ σημειώνει ότι η χώρα βγήκε το 2019 τρεις φορές επιτυχημένα στις αγορές αντλώντας 10,8 δισ. ευρώ. Αναμένεται ότι θα προχωρήσει:
Ι) Σε εκδόσεις 5,7 δισ. ευρώ το 2020-22
ΙΙ) Σε εκδόσεις 9-10 δισ. ευρώ το 2023-24
Οι προβλέψεις είναι ελαφρά υψηλότερες από αυτές του Μαρτίου εξαιτίας των χειρότερων εκτιμήσεων για τις δημοσιονομικές εξελίξεις.
*Σε ότι αφορά το επιτόκιο δανεισμού το DSA λαμβάνει υπόψη ότι θα είναι ελαφρά μικρότερο για τα χρέη του επίσημου τομέα αλλά δεν αλλάζει ουσιαστικά την εκτίμηση σε ότι αφορά τα επιτόκια αγοράς με εξαίρεση το ότι αφαιρεί το «πάτωμα» του 4% που έθετε στην προηγούμενη μέτρηση. Υπό αυτές τις παραμέτρους υπολογίζει ότι το επιτόκιο για το σύνολο του χρέους θα αυξηθεί ελαφρά από κάτω του 2% σήμερα στο 2,4% ως το τέλος του 2028 (η προηγούμενη πρόβλεψη ήταν για 2,8%).
Τα δυσμενή σενάρια και οι συνέπειες
Αναλύοντας πως θα εξελιχθούν τα πράγματα αν υπάρξουν αποκλίσεις στις παραπάνω εκτιμήσεις, το Ταμείο καταγράφει:
* Σε περίπτωση που υπάρξει αστοχία στον ρυθμό ανάπτυξης και αυτός είναι 1,7% το 2020-21 (αντί 2,1%). Το χρέος θα αυξηθεί στο 192% (25 μονάδες υψηλότερα του βασικού σεναρίου) το 2021 πριν αρχίσει να αποκλιμακώνεται. Οι δανειακές ανάγκες θα μείνουν κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα αλλά το 2028 θα φτάσουν το 17% του ΑΕΠ.
* Με το πρωτογενές αποτέλεσμα να προκύπτει χαμηλότερο κατά περίπου 2% του ΑΕΠ την περίοδο 2020-22 το χρέος θα αυξηθεί κατά 11 μονάδες έναντι του βασικού σεναρίου ως το 2024. Το κόστος εξυπηρέτησης θα είναι τρεις ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο ως το 2028. Αντίστροφά, όπως σημειώνει το ΔΝΤ αν διατηρηθεί ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022, όπως συμφωνήθηκε με τους δανειστές, η σχέση χρέους/ΑΕΠ θα είναι 3,5 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο έως το 2028 και το κόστος εξυπηρέτησης ως προς το ΑΕΠ μια ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από το βασικό σενάριο.
* Σε περίπτωση αύξησης του κόστους δανεισμού κατά περίπου 400 μονάδες βάσης το χρόνο κατά μέσο όρο την περίοδο 2020-28 θα υπάρξει μέτρια επιπλοκή καθώς θα αφορά μόνο σε ένα μικρό τμήμα του συνολικού χρέους της χώρας.
* Τέλος, σε ένα σενάριο που περιλαμβάνει χειροτέρευση και τους τρεις παραπάνω τομείς έχουμε χρέος περίπου στο 180-190% του ΑΕΠ σε όλη την επόμενη δεκαετία. Σε αυτό το αρνητικό σενάριο το 2025 το κόστος εξυπηρέτησης δανεισμού υπερβαίνει το 15% ήδη από το 2025 και εκτοξεύεται στο 20% το 2028.