Η έκθεση στηρίζεται σε υπερβολικό βαθμό σε προκλήσεις του παρελθόντος και υποτιμά πρόσφατες θετικές εξελίξεις, είναι η βασική ένσταση της Ελλάδας στην έκθεση του ΔΝΤ και αποτυπώνεται στη δήλωση του εκπροσώπου της χώρας μας στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου. «Συνολικά, οι ελληνικές αρχές εκτιμούν, και πράγματι οι εξελίξεις στις αγορές συμπίπτουν στο ότι το οικονομικό outlook είναι πολύ πιο ευνοϊκό απ’ ότι απεικονίζεται στην έκθεση», τονίζει χαρακτηριστικά.
Στην μακροσκελή του δήλωση, ο κος Ψαλιδόπουλος επισημαίνει την πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν, τονίζοντας ότι εκφράσεις όπως η ελληνική ανάκαμψη «είναι πολύ μικρότερη από τις προσδοκίες» και «οι αρχές σε μεγάλο βαθμό απέτυχαν στις προσπάθειες να πετύχουν τον πολύ απαραίτητο μετασχηματισμό της οικονομίας» είναι ανακριβείς και δεν συνηγορούν σε μια ισορροπημένη ανάλυση των οικονομικών εξελίξεων την περίοδο των προγραμμάτων.
Βασική παράμετρος της ανάλυσης είναι η πρόβλεψη για μέτρια/μειούμενη ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και η ύπαρξη δημοσιονομικών ρίσκων. Η Αθήνα όμως επισημαίνει ότι έχει αναλάβει την «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων και εκλέχθηκε με ατζέντα την εφαρμογή της. Υπό αυτό το πρίσμα υποστηρίζει ο κος Ψαλιδόπουλος σημαντικό τμήμα των απαισιόδοξων προβλέψεων δεν υφίσταται.
Οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνει ο προϋπολογισμός του 2020 είναι πολύ πιο αισιόδοξες, ενώ σε αυτό συντείνουν και οι πρόδρομοι δείκτες. Χαρακτηριστικά σημειώνεται το ότι οι αποδόσεις των ομολόγων είναι σε ιστορικά χαμηλά, ελληνικές εταιρείες έχουν επίσης δανειστεί πολύ φθηνά (ΟΤΕ, Ελληνικά Πετρέλαια κ.τλ.) και ο δείκτης οικονομικού κλίματος είναι στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008.
Απαριθμώντας τις κινήσεις της κυβέρνησης στο δημοσιονομικό μέτωπο σημειώνεται ότι στόχος είναι φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές και επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Ωστόσο «καλωσορίζεται» η θέση του ΔΝΤ ότι πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για το πλεόνασμα αλλά και να υπάρξει ένας μηχανισμός εξομάλυνσης σε περίπτωση αρνητικού σοκ.
«Εξαιρετικά απαισιόδοξη» χαρακτηρίζει ο εκπρόσωπος της χώρας στο ΔΝΤ την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι στην αρχική μεθοδολογία των Θεσμών το κόστος χρηματοδότησης μέσω πενταετούς ομολόγου ήταν 3,4% του ΑΕΠ, αλλά σήμερα αυτό είναι στο 0,4%. Δεδομένης της σημαντικής συμμετοχής του επίσημου τομέα στο χρέος (σ.σ. που έχει σταθερά επιτόκια) είναι δύσκολο να εξηγηθεί η αύξηση κατά 800 εκατ. ευρώ των ετήσιων πληρωμών τόκων το 2019 έναντι του 2018 και κατά 300 εκατ. ευρώ το 2023 έναντι του 2022. Συνολικά είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί η σημερινή έκθεση δείχνει πιο επιβαρυμένη την εικόνα έναντι αυτής του Μαρτίου παρότι υπήρξε τεράστια αποκλιμάκωση των spread, αναφέρει.
Σε ότι αφορά τις τράπεζες τονίζεται ότι η Αθήνα αναγνωρίζει τις «προκλήσεις» αλλά έχουν υπάρξει σημαντικές θετικές εξελίξεις. Γίνεται αναφορά στο σχέδιο «Ηρακλής» (χαρακτηρίζεται ως «τολμηρό βήμα») που αναμένεται να βοηθήσει στην ταχεία αποκλιμάκωση των NPEs, αλλά και στο ότι η βελτιωμένη εικόνα στην κτηματαγορά συμβάλει στην βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών.
Στα εργασιακά σημειώνεται ότι ήδη η κυβέρνηση ανέτρεψε τρία μέτρα που είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, όπως το ότι πλέον επιτρέπονται εξαιρέσεις εργαζομένων από τις συλλογικές συμβάσεις και ότι επιβάλλεται ηλεκτρονική ψηφοφορία για τις απεργίες.
Εμφαση δίνεται στις κινήσεις για να προχωρήσουν εμβληματικές επενδύσεις (Ελληνικό, ΟΛΠ) και στις προσπάθειες εξυγίανσης της ΔΕΗ. Συνολικά εκτιμάται ότι οι μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση του μεσοπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης.
«Με βάση τα παραπάνω οι ελληνικές αρχές προσβλέπουν σε μελλοντικές αναλύσεις του ΔΝΤ που θα έχουν πιο ισορροπημένες εκτιμήσεις για τα παρελθόντα γεγονότα και μεγαλύτερη έμφαση στην ανάλυση για το μέλλον», καταλήγει.
Πηγή: euro2day.gr