Επισήμανε ταυτόχρονα ότι υπάρχει ανάγκη για «επενδυτική έκρηξη» στην χώρα μας, μετά την δεκαετή κρίση που οδήγησε στην συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας κατά περισσότερο από 25%.
Αναφερόμενος στο τραπεζικό σύστημα o κ. Χαντζηνικολάου εξέφρασε την αισιοδοξία του, δίνοντας έμφαση στις αλλαγές που συντελούνται και στον ρόλο που καλείται να διαδραματίσει διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα. Με τις εξελίξεις στην τεχνολογία, στον τρόπο συναλλαγών και στην ενίσχυση των εναλλακτικών ψηφιακών δικτύων, ο ρόλος των τραπεζών αλλάζει τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. Έτσι, από μια σχέση που περιορίζεται στις καταθέσεις και στον δανεισμό, οι τράπεζες πλέον διαδραματίζουν συμβουλευτικό κυρίως ρόλο για τα νοικοκυριά και τις μεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό τους δίνει μια μοναδική ευκαιρία γνωριμίας με τον πελάτη και ενίσχυσης της διαπροσωπικής τους σχέσης με τον απλό μέσο πολίτη, με ό,τι θετικό συνεπάγεται, στην προσπάθεια όχι μόνο να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη του, αλλά και να δημιουργήσουν μια νέα ακόμη πιο στενή και προσωπική σχέση, επισήμανε μεταξύ άλλων.
Μιλώντας για το ζήτημα των κόκκινων δανείων επισήμανε ότι το Σχέδιο «Ηρακλής» αποτελεί μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη που μαζί με τις επιμέρους στρατηγικές των τραπεζών θα οδηγήσει σε περαιτέρω δραστική μείωση τους. Εκτίμησε ότι θα υπάρξουν και άλλες πρωτοβουλίες στο μέλλον, ενώ είπε επίσης ότι απαιτείται ακόμα προσπάθεια και χρόνος προκειμένου τα κόκκινα δάνεια να κυμανθούν και στην Ελλάδα στο 5% που κυμαίνονται στην ευρωζώνη.
Σημαντική εξέλιξη χαρακτήρισε επίσης την επίλυση του μακροχρόνιου προβλήματος της ποινικής ευθύνης όσων τραπεζικών στελεχών, κυρίως μεσαίων, ασχολούνται ενεργά με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (δηλαδή αναδιαρθρώσεις, πωλήσεις, τιτλοποιήσεις).
Σε ερώτηση σε ποιο στάδιο βρίσκεται η επεξεργασία του νέου πτωχευτικού δικαίου ιδιωτών και επιχειρήσεων και ποιες είναι οι προσδοκίες η γενική γραμματέας της ΕΕΤ καθηγήτρια Χαρούλα Απαλαγάκη επισήμανε ότι ανεξάρτητα από τις αναμενόμενες αλλαγές στο πτωχευτικό δίκαιο και την περαιτέρω προσαρμογή αυτού στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, το γενικότερο νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα είναι σύγχρονο και πλήρες. Το ζητούμενο είναι η αποτελεσματική εφαρμογή του στην πράξη. Εδώ υπάρχει ομολογουμένως πρόβλημα κυρίως στον προσδιορισμό δικασίμων στα μεγάλα Πρωτοδικεία της χώρας. Λ.χ. οι χρόνοι που προέβλεπε ο νόμος Κατσέλη για την έκδοση αποφάσεως (6-12) μήνες, ήταν εύλογοι. Στην πράξη, όμως δεν ανταποκρίθηκε.
Όπως ανέφερε η κ. Απαλαγάκη η ΕΕΤ δεν μπορεί να έχει λόγο στις υλικοτεχνικές υποδομές απονομής δικαιοσύνης. Είναι κοινή ευθύνη όλων των νομικών, αλλά και των διαδίκων να επιταχύνουμε σημαντικά τους ρυθμούς εκδικάσεως των υποθέσεων. Εναλλακτικά, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε όλα τα μέσα εναλλακτικής (εκτός δικαστηρίων) επίλυσης των ιδιωτικού δικαίου διαφορών. Και γι' αυτό το κυρίαρχο στοιχείο θα πρέπει να είναι η ενίσχυση των εξωδικαστικών μηχανισμών, πρόσθεσε η κ. Απαλαγάκη.