Σήμερα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (οι 22 στις 28) έχουν θεσπίσει έναν κατώτατο μισθό, όμως υπάρχουν τεράστιες διαφορές στο ύψος του: από 286 ευρώ στη Βουλγαρία μέχρι 2.017 ευρώ στο Λουξεμβούργο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Έξι χώρες δεν έχουν θεσπίσει κατώτατο μισθό (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία, Αυστρία, Ιταλία και Κύπρος) επειδή λειτουργούν με βάση τις συλλογικές συμβάσεις.
Συνειδητοποιώντας τις δυσκολίες μιας ευρωπαϊκής εναρμόνισης, η Κομισιόν αποφάσισε να συμβουλευτεί τους κοινωνικούς εταίρους προτού να υποβάλει προτάσεις. «Για να είμαστε σαφείς: δεν πρόκειται ούτε να ορίσουμε έναν ενιαίο κατώτατο ευρωπαϊκό μισθό, ούτε να υποχρεώσουμε τις χώρες να θεσπίσουν έναν κατώτατο μισθό», εξήγησε ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Βάλντις Ντομπρόφσκις, μιλώντας στους ευρωβουλευτές στο Στρασβούργο.
Ο στόχος της Επιτροπής είναι να προυασιάσει ένα «νομικό εργαλείο που θα διασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι κερδίζουν αρκετά χρήματα για να καλύψουν τις ανάγκες τους», πρόσθεσε.
Η μορφή που θα λάβει αυτό το «εργαλείο» παραμένει ασαφής. Το δεδομένο είναι ότι η Κομισιόν δεν έχει το δικαίο να παρέμβει, ούτε να νομοθετήσει για τους μισθούς, καθώς επαφίεται στην κάθε χώρα ξεχωριστά να αποφασίσει πώς θα πράξει για το θέμα αυτό.
Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν έχει ταχθεί υπέρ της υιοθέτησης ενός κατώτατου μισθού που θα είναι «προσαρμοσμένος στην οικονομική πραγματικότητα κάθε χώρας» όμως άλλες χώρες εμφανίζονται πολύ επιφυλακτικές. Ιδιαίτερα στην ανατολική Ευρώπη, εκφράζεται ανησυχία ότι μια πολύ γρήγορη αύξηση των μισθών θα έβλαπτε την ανταγωνιστικότητα των χωρών, ενώ οι σκανδιναβικές χώρες αντιδρούν καθώς θεωρούν ότι μια παρέμβαση των Βρυξελλών θα έπληττε το κοινωνικό μοντέλο τους, όπου όλα αποφασίζονται μέσω συλλογικών συμβάσεων.