Η μείωση του τέλους επιτηδεύματος θα είναι περί το 30% κι έχει ως στόχο την ανακούφιση των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών από τις φορολογικές επιβαρύνσεις.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του οικονομικού επιτελείου τόσο το τέλος επιτηδεύματος όσο και η εισφορά κοινωνικής αλληλεγγύης θα καταργηθούν το 2023.
Η σταδιακή κατάργηση των δύο φόρων κρίνεται αναγκαία καθώς συνδυάζεται με τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας η οποία όσο βελτιώνεται τόσο μεγαλύτερος χώρος θα προκύπτει για ελαφρύνσεις. Σημειώνεται πως οι δύο φόροι εισφέρουν 1.6 δις. ευρώ στον προϋπολογισμό.
Το κόστος για τον προϋπολογισμό θα είναι μηδενικό το 2020 για το τέλος επιτηδεύματος, καθώς αυτό βεβαιώνεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και νομικών προσώπων αντιστοίχως.
Σημειώνεται ότι η δήλωση των εισοδημάτων του 2020 υποβάλλεται το 2021, κάτι που σημαίνει ότι το κόστος μεταφέρεται στον προϋπολογισμό του 2021 και θα ανέλθει στα 160 εκατ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι το τέλος επιτηδεύματος, από 650 ευρώ, θα μειωθεί στα 455 ευρώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες και στα 700 ευρώ για τις επιχειρήσεις. Για την εισφορά αλληλεγγύης το κόστος επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους και θα φθάσει για το σύνολο του έτους από 240 εκατ. έως και 350 εκατ. ευρώ.
Το τέλος επιτηδεύματος διαμορφώνεται σήμερα ως εξής:
1.000 ευρώ το χρόνο, για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους,
800 ευρώ το χρόνο, για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους,
650 ευρώ το χρόνο, για ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, και
600 ευρώ το χρόνο, για κάθε υποκατάστημα.
Τόσο το τέλος επιτηδεύματος όσο και η εισφορά κοινωνικής αλληλεγγύης θα μειώνονται σε ετήσια βάση κατά περίπου 30%, ώστε το 2023 να καταργηθούν. Στο διάστημα αυτό η κυβέρνηση προσδοκά μείωση των δαπανών κατά 2 δισ. Μάλιστα, από την κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το όφελος το 2020 από τη συρρίκνωση των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων των ΔΕΚΟ θα φθάσει τα 500 εκατ. ή 0,25% του ΑΕΠ.