Ειδικότερα, ο Δείκτης Εμπιστοσύνης των ΜμΕ συνέχισε την ανοδική πορεία των τελευταίων 5 εξαμήνων επιτυγχάνοντας νέο υψηλό 10ετίας, καθώς έφθασε τις 26 μονάδες σημειώνοντας άνοδο 8 μονάδων (έναντι ανόδου 5 μονάδων το προηγούμενο εξάμηνο).
Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι η τάση ανάκαμψης του Δείκτη Εμπιστοσύνης έχει αποκτήσει ευρύτερη βάση. Συγκεκριμένα, η ανοδική πορεία του Δείκτη δεν στηρίζεται πλέον μόνο στις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις (για τις οποίες ο Δείκτης κινείται σε θετικό έδαφος από το 2017) αλλά και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (δηλαδή, επιχειρήσεις με πωλήσεις κάτω των €0,5 εκ.).
Ειδικότερα, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, μετά από μια μακρά περίοδο αρνητικών επιδόσεων, έχουν καταφέρει τους τελευταίους 12 μήνες όχι μόνο να επανακάμψουν σε θετικό έδαφος αλλά και να προσεγγίσουν σε επίδοση τις μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις καλύπτοντας το κενό που είχε δημιουργηθεί. Δεδομένου μάλιστα ότι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην εγχώρια αγορά, οι βελτιωμένες προσδοκίες τους συμβαδίζουν με την αναμενομένη ανάκαμψη στην ιδιωτική κατανάλωση. Παράλληλα, εξίσου θετική είναι η βελτίωση των αναπτυξιακών στόχων των ΜμΕ, με το ποσοστό που δηλώνει στόχο ανάπτυξης να ανέρχεται πλέον στο 71% από μόλις 55% στις αρχές του 2019. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η βελτίωση των αναπτυξιακών στόχων για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (65% από 44% στις αρχές 2019) – επιβεβαιώνοντας έτσι την τάση σύγκλισής τους με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Η σημαντική βελτίωση κατά την τελευταία διετία των συνθηκών ζήτησης (τρέχουσας και μελλοντικής), η οποία ανέρχεται αθροιστικά στις 20 μονάδες, είναι ο βασικός παράγοντας πίσω από τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος για τις ΜμΕ, επηρεάζοντας παράλληλα θετικά τις προοπτικές απασχόλησης, την κερδοφορία και την ρευστότητα των επιχειρήσεων. Ειδικότερα στον τομέα της απασχόλησης κατά το 2ο εξάμηνο 2019, οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων ήταν οι θετικότερες της τελευταίας δεκαετίας, με το ποσοστό των ΜμΕ που εκτιμούν αύξηση απασχόλησης να ανέρχεται στο 30% (από 14% στα τέλη 2015) και το ποσοστό εκείνων που αναμένουν μείωση απασχόλησης να περιορίζεται κάτω από το 5% (από 20% στα τέλη 2015). Επιπλέον, η θετική πορεία των πωλήσεων κατά το 2ο εξάμηνο του 2019 οδήγησε σε ενίσχυση του αριθμού των κερδοφόρων επιχειρήσεων (στο 82% από 70% στα τέλη 2015), περιορίζοντας ταυτόχρονα το ποσοστό των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα ρευστότητας κάτω από το όριο του 10% (από 27% στα τέλη 2015).
Ο συνδυασμός των καλύτερων επιδόσεων κερδοφορίας και της μεγαλύτερης αισιοδοξίας που διακατέχει τις ΜμΕ αυξάνει την διάθεση τους να αναζητήσουν νέα κεφάλαια μέσω τραπεζικού δανεισμού. Ενισχυτικά σε αυτή την κατεύθυνση δρουν τόσο η μείωση του κόστους δανεισμού όσο και η υψηλότερη διάθεση του τραπεζικού τομέα να ενισχύσει τις επιχειρήσεις αυτές με νέα δανειακά κεφάλαια. Ο συνδυασμός των ανωτέρω οδηγεί σε βελτίωση του Δείκτη κάλυψης χρηματοδοτικών αναγκών των ΜμΕ, με το δείκτη εγκεκριμένης χρηματοδότησης να επιτυγχάνει την υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 7 ετών (προσεγγίζοντας το 76% του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Ταυτόχρονα, μειώνεται αισθητά ο αριθμός των ΜμΕ που διστάζουν να αιτηθούν νέας χρηματοδότησης, επιβεβαιώνοντας έτσι την αυξημένη διάθεση των ΜμΕ για αναζήτηση δανειακών κεφαλαίων.
Πηγή: capital.gr