Το πλαίσιο της ΕΕ για την οικονομική εποπτεία έχει παράσχει καθοδήγηση στα κράτη μέλη για την επίτευξη των στόχων τους ως προς την οικονομική και δημοσιονομική τους πολιτική. Συνέβαλε στην ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, στην αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, καθώς και στη μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων και των επιπέδων χρέους. Δημιούργησε τις συνθήκες για βιώσιμη ανάπτυξη και για την υλοποίηση της στρατηγικής της Ένωσης για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένα ευπαθή σημεία, ενώ το δημοσιονομικό πλαίσιο έχει γίνει τόσο πολύπλοκο, ώστε να δυσχεραίνεται η αποδοχή του.
Επιπλέον, η ΕΕ αντιμετωπίζει μια οικονομική συγκυρία που έχει αλλάξει σημαντικά από τότε που θεσπίστηκαν οι κανόνες.
Η έναρξη ενός νέου πολιτικού κύκλου στην Ένωση συνιστά πρόσφορο και κατάλληλο χρόνο για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του υφιστάμενου πλαισίου οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας, ιδίως των μεταρρυθμίσεων του «εξάπτυχου» και του «δίπτυχου», για τις οποίες η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή τους.
Ο κ. Βάλντις Ντομπρόβσκις, εκτελεστικός αντιπρόεδρος για μια Οικονομία στην Υπηρεσία των Ανθρώπων, δήλωσε τα εξής: «Οι κοινοί δημοσιονομικοί μας κανόνες είναι κρίσιμοι για τη σταθερότητα των οικονομιών μας και της ευρωζώνης. Η εξασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Οι κοινοί δημοσιονομικοί μας κανόνες είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών για την επίτευξη περαιτέρω προόδου όσον αφορά την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Από τότε που θεσπίστηκαν, οι κανόνες μας έχουν εξελιχθεί σημαντικά και έχουν αποδώσει θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, σήμερα θεωρείται ότι είναι υπερβολικά περίπλοκοι και ότι η επεξήγησή τους είναι δυσχερής. Ως εκ τούτου, προσβλέπουμε σε μια ανοιχτή συζήτηση σχετικά με το τι λειτούργησε, τι όχι, και πώς θα επιτευχθεί ομοφωνία για την απλοποίηση και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κανόνων.»
Ο κ. Πάολο Τζεντιλόνι, επίτροπος Οικονομίας, δήλωσε τα εξής: «Οι οικονομικές πολιτικές στην Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπίσουν τις τρέχουσες προκλήσεις, οι οποίες σαφώς δεν είναι οι ίδιες με εκείνες προ δεκαετίας. Η σταθερότητα παραμένει βασικός στόχος, αλλά εξίσου πιεστική είναι και η ανάγκη στήριξης της ανάπτυξης και, ιδίως, κινητοποίησης των τεράστιων επενδύσεων που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Πρέπει επίσης να καταστεί δυνατή η εφαρμογή πιο αντικυκλικών δημοσιονομικών πολιτικών, δεδομένων των αυξανόμενων περιορισμών που αντιμετωπίζει η ΕΚΤ. Τέλος, η πολυπλοκότητα των κανόνων μας καθιστά δυσκολότερο να εξηγηθεί στους πολίτες τι είναι αυτό που λένε οι «Βρυξέλλες» και κάτι τέτοιο δεν πρέπει να γίνεται αποδεκτό από κανέναν μας. Προσβλέπω σε μια γνήσια ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τα ζητήματα αυτά κατά τους προσεχείς μήνες.»
Ένα μεταβαλλόμενο οικονομικό πλαίσιο και νέες προκλήσεις
Το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου, με αλλαγές που εισήχθησαν για την αντιμετώπιση της εμφάνισης νέων οικονομικών προκλήσεων.
Το «εξάπτυχο» και το «δίπτυχο» θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση των σημείων ευπάθειας που αποκάλυψε η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Έκτοτε, το οικονομικό πλαίσιο έχει εξελιχθεί σημαντικά. Η ευρωπαϊκή οικονομία έχει γνωρίσει επτά έτη διαρκούς ανάπτυξης. Πλέον, κανένα κράτος μέλος δεν υπόκειται στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης —στη λεγόμενη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος— από 24 κράτη μέλη το 2011. Ωστόσο, σε πολλά κράτη μέλη το αναπτυξιακό δυναμικό δεν έχει ανακάμψει στα προ της κρίσης επίπεδα, ενώ σε ορισμένα κράτη μέλη τα επίπεδα δημόσιου χρέους παραμένουν υψηλά. Η δυναμική των μεταρρυθμίσεων έχει ατονήσει, η δε πρόοδος έχει καταστεί άνιση μεταξύ των χωρών και μεταξύ των τομέων πολιτικής.
Εν τω μεταξύ, η Ευρώπη έχει ως στόχο να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος παγκοσμίως και να αξιοποιήσει τις νέες ευκαιρίες της ψηφιακής εποχής, όπως ορίζεται στην ετήσια στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Αξιολόγηση του ευρωπαϊκού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης
Η επανεξέταση επιδιώκει να εκτιμήσει πόσο αποτελεσματικό έχει υπάρξει το πλαίσιο οικονομικής εποπτείας στην επίτευξη τριών βασικών στόχων:
- της διασφάλισης της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών και της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και της αποφυγής μακροοικονομικών ανισορροπιών,
- του καλύτερου συντονισμού των οικονομικών πολιτικών και
- της προώθησης της σύγκλισης στις οικονομικές επιδόσεις των κρατών μελών.
Από την επανεξέταση διαπιστώνεται ότι το πλαίσιο εποπτείας έχει προαγάγει τη διόρθωση των υφιστάμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών και τη μείωση του δημόσιου χρέους. Τούτο με τη σειρά του συνέβαλε στη δημιουργία συνθηκών που προάγουν τη βιώσιμη ανάπτυξη, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και τη μείωση της ευπάθειας έναντι των οικονομικών κλυδωνισμών.
Η επανεξέταση προήγαγε επίσης τη σταθερή σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών μελών και τον στενότερο συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών εντός της ζώνης του ευρώ.
Ταυτοχρόνως, το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό σε ορισμένα κράτη μέλη, ο δε δημοσιονομικός προσανατολισμός σε επίπεδο κρατών μελών έχει συχνά φιλοκυκλικό χαρακτήρα. Επιπλέον, η σύνθεση των δημόσιων οικονομικών δεν έχει καταστεί περισσότερο φιλική προς την ανάπτυξη, καθότι τα κράτη μέλη επιλέγουν συστηματικά να αυξάνουν τις τρέχουσες δαπάνες αντί να προστατεύουν τις επενδύσεις.
Από την επανεξέταση συνάγεται επίσης το συμπέρασμα ότι το δημοσιονομικό πλαίσιο έχει γίνει υπερβολικά πολύπλοκο λόγω της ανάγκης να συνεκτιμηθεί ένα ευρύ φάσμα εν εξελίξει περιστάσεων με ταυτόχρονη επιδίωξη πολλαπλών στόχων. Η πολυπλοκότητα αυτή έχει επιφέρει μείωση της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας του πλαισίου, γεγονός που παρεμποδίζει την επικοινωνία και την ανάληψη πολιτικής ευθύνης.
Συζήτηση χωρίς αποκλεισμούς
Η επίτευξη υψηλού βαθμού συναίνεσης και εμπιστοσύνης μεταξύ όλων των βασικών ενδιαφερόμενων μερών έχει καθοριστική σημασία για την αποτελεσματικότητα της οικονομικής εποπτείας στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των λοιπών ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, των εθνικών αρχών, των κοινωνικών εταίρων και της ακαδημαϊκής κοινότητας, να συμμετάσχουν σε συζήτηση για να διατυπώσουν τις απόψεις τους σχετικά με τη λειτουργία του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης έως σήμερα και τους πιθανούς τρόπους ενίσχυσης της αποτελεσματικότητάς του.
Η συμμετοχή στη συζήτηση θα πραγματοποιηθεί με διάφορα μέσα, όπως ειδικές συνεδριάσεις, εργαστήρια, καθώς και μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας διαβούλευσης.
Κατά την ολοκλήρωση των διεργασιών της ως προς τα πιθανά μελλοντικά βήματα, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη τις απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών και το αποτέλεσμα των εν λόγω διαβουλεύσεων.
Η διαδικασία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2020.