Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα μειώθηκε ελαφρά τον Ιανουάριο 2020. Κατήλθε στις 108,4 μονάδες από 109,4 μονάδες τον Δεκέμβριο 2019.
Οπως επισημαίνει η Eurobank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία, στους επιμέρους δείκτες εμπιστοσύνης οι τομείς των υπηρεσιών, του καταναλωτή, του λιανικού εμπορίου και των κατασκευών κινήθηκαν πτωτικά, παρέμειναν ωστόσο σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Τέλος, στη βιομηχανία σημειώθηκε βελτίωση. Για τον ίδιο μήνα ο δείκτης PMI μεταποίησης της IHS Markit ενισχύθηκε στις 54,4 μονάδες από 53,9 μονάδες τον Δεκέμβριο 2019 σηματοδοτώντας βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών για 32ο μήνα στη σειρά. Βάσει της ίδιας έρευνας, ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης και ο βαθμός επιχειρηματικής εμπιστοσύνης – προσδοκιών έλαβαν ιστορικά υψηλές τιμές. Μένει να αποδειχτεί αν τα προαναφερθέντα στοιχεία (soft data) μεταφραστούν και σε επιτάχυνση του δείκτη παραγωγής μεταποίησης (hard data) στο τρέχον έτος.
Όπως αναφέρει η τράπεζα, παρά την πτώση του δείκτη οικονομικού κλίματος τον Ιανουάριο 2020, η τιμή του ήταν η 2η υψηλότερη των τελευταίων 12 ετών. Σημαντική βελτίωση παρουσιάζει και ο δείκτης εμπιστοσύνης καταναλωτή με τιμές που προσεγγίζουν τα επίπεδα του 2002. Η πτώση του ποσοστού ανεργίας, η ενίσχυση της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, η δημοσιονομική σταθερότητα και οι προοπτικές επιτάχυνσης του πραγματικού ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης επιδρούν θετικά στην καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Κάνοντας την υπόθεση ότι η ιδιωτική κατανάλωση είναι θετική συνάρτηση του τρέχοντος διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και του πλούτου τους, τότε βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων αναμένουμε ενίσχυση στην εν λόγω κατηγορία δαπάνης. Η άνοδος του τρέχοντος διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών οδηγεί σε αύξηση της κατανάλωσης και την ίδια ποιοτικά επίδραση έχει και η βελτίωση των προσδοκιών για την οικονομική τους κατάσταση στο μέλλον καθώς ενισχύει την αξία του πλούτου τους στο παρόν. Τι δείχνουν όμως τα επίσημα στοιχεία;
Παρατηρούμε, τονίζει η Eurobank, ότι έπειτα από 7 συνεχή έτη καθοδικής πορείας, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα μεγεθύνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Συγκεκριμένα, στα τρία πρώτα τρίμηνα του 2019 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε στο 4,7% από 2,9% και 1,1% το 2018 και το 2017 αντίστοιχα. Σε συμφωνία με τη θεωρία, η ιδιωτική κατανάλωση ακολούθησε και αυτή ανοδική πορεία, ωστόσο με αρκετά μικρότερους ρυθμούς τα δύο τελευταία έτη. Η εν λόγω εξέλιξη αντανακλάται στη μείωση – σε απόλυτους όρους – του αρνητικού ρυθμού αποταμίευσης των νοικοκυριών από -8,1% το 2017 στο -2,6% το 2019.
Το γεγονός ότι η επιταχυνόμενη αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών δεν έχει ακόμα συνοδευτεί από αντίστοιχη άνοδο της καταναλωτικής δαπάνης δύναται να ερμηνευθεί σε έναν βαθμό από τον παράγοντα πλούτου (wealth effect). Ναι μεν οι προσδοκίες για την πορεία της οικονομίας έχουν βελτιωθεί αισθητά, παρά ταύτα απαιτείται χρόνος έτσι ώστε τα νοικοκυριά να θεωρήσουν ότι η τρέχουσα αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματός τους θα έχει περισσότερο μόνιμο παρά προσωρινό χαρακτήρα.
Επιπρόσθετα ο ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών παραμένει αρνητικός με αποτέλεσμα η επιστροφή σε ένα πιο βιώσιμο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης να προϋποθέτει σχετική αποκλιμάκωση του εν λόγω αρνητικού ρυθμού (αυτό ήδη συμβαίνει) και μετάβασής του σε θετικό έδαφος στο κοντινό μέλλον.
Όσο θα συνεχίζεται η βελτίωση του οικονομικού κλίματος ή η διατήρησή του στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα, όσο θα διαμορφώνονται προσδοκίες για περαιτέρω ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος στο μέλλον μέσω αλλαγής του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής αλλά με διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, τόσο θα αυξάνεται η θετική επίδραση του αποτελέσματος πλούτου στις αποφάσεις κατανάλωσης των νοικοκυριών. Η ενίσχυση του δείκτη όγκου στο λιανικό εμπόριο στο τέλος του 2019 αποτελεί ένα πρώτο θετικό σημάδι για επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης το 2020.