Η τράπεζα τονίζει ότι η αλλαγή της κυβέρνησης έχει οδηγήσει σε σημαντική ενίσχυση της εμπιστοσύνης, ενώ η αξιοπιστία της Ν.Δ μπορεί να οδηγήσει σε συμφωνία για μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα στο 2,25%. Παράλληλα τονίζει ότι η ισχυρότερη ανάπτυξη μπορεί να προκαλέσει την ταχύτερη αναβάθμιση των αξιολογήσεων της χώρας από τους οίκους και αναμένει ότι η Ελλάδα θα μπει στο QE της ΕΚΤ μέχρι τα τέλη του 2020.
Ερχεται νέα σημαντική δημοσιονομική ώθηση
Όπως επισημαίνει, η μεγάλη μείωση του πολιτικού κινδύνου σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν μετά και την εκλογή της Νέας Δημοκρατίας και μία συνέπεια της βελτιωμένης αξιοπιστίας της νέας κυβέρνησης είναι ότι η Ελλάδα φαίνεται ότι είναι σε θέση να διαπραγματευτεί τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος (ύψους 3,5% του ΑΕΠ) με τους Ευρωπαίους πιστωτές. Στις σχετικές συζητήσεις εξετάζεται ένας αισθητά μικρότερος στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 2,25% του ΑΕΠ, τονίζει η Citi. Εάν συμφωνηθεί, θα υπάρξει μια ισχυρή δημοσιονομική ώθηση στην ανάπτυξη του ΑΕΠ, πιθανώς ακόμα και από το β' τρίμηνο του 2020, μετά από μια δεκαετία δημοσιονομικού περιορισμού.
Στο 2,6% η ανάπτυξη φέτος
Έτσι η Citi εκτιμά πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να επιταχυνθεί στο 2,5% σε πραγματικούς όρους και ανεβάζει σημαντικά τις εκτιμήσεις της για την τριετία 2019-2022. Οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθούν κατά περίπου 1% μεταξύ του 2018 (στο 3,3% του ΑΕΠ) και του 2024, όπως προσθέτει και σημειώνει ότι περιλαμβάνει αυτήν την εκτίμηση στις προβλέψεις της και για αυτό αναθεωρεί προς τα πάνω τον στόχο για την ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ στο 2,6% το 2020 και στο 2,5% το 2021 από 2,1% πριν.
Και στο βάθος QE
Η αλλαγή της κυβέρνησης έχει οδηγήσει σε σημαντική ενίσχυση της οικονομικής εμπιστοσύνης, η οποία, παράλληλα με τις καλύτερες από τις αναμενόμενες δημοσιονομικές επιδόσεις, συνέβαλε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία, σημειώνει η αμερικάνικη τράπεζα. Αυτό είναι ένα κρίσιμο στοιχείο για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς η εγχώρια ρευστότητα παραμένει χαμηλή εν μέσω ενός ακόμη προβληματικού τραπεζικού κλάδου. Η συστημική λύση που προωθεί η κυβέρνηση ("Ηρακλής") θα βοηθήσει τις ελληνικές τράπεζες να μειώσουν τα NPEs και να αυξήσουν σταδιακά την εγχώρια ρευστότητα προοδευτικά.
Η ισχυρότερη ανάπτυξη μπορεί να προκαλέσει την ταχύτερη αναβάθμιση των αξιολογήσεων, σημειώνει η Citi και αναμένει ότι η Ελλάδα θα μπει στο QE της ΕΚΤ μέχρι τα τέλη του 2020.
Πάντως, η αμερικάνικη τράπεζα, επαναλαμβάνει πως η δυνητική ανάπτυξη παραμένει αδύναμη. Στο μεσοπρόθεσμο διάστημα η ανάπτυξη παραμένει αδύναμη και δεν θα ξεπεράσει το 1%, δεδομένων των δυσμενών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες περιφερειακές χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα διάσωσης. Σύμφωνα με τη Citi, οι εσωτερικές αποταμιεύσεις εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% περίπου από το 2007. Ο δρόμος προς τη βιώσιμη και ταχύτερη ανάπτυξη και ένα σταθερά μειούμενο δημόσιο χρέος/ΑΕΠ, εξακολουθεί να είναι ανηφορικός, επισημαίνει.
Κλειδί οι μεταρρυθμίσεις
Πάντως, το κλειδί για τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, καταλήγει η Citi. Η ικανότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις για φορολογικές περικοπές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία του να αντιμετωπίσει άλλα πολιτικά δύσκολα εμπόδια -να καθαρίσει τις τράπεζες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την επιχειρηματική δραστηριότητα. Συνολικά, η Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών, οι οποίοι αποτελούν ουσιαστικά το κύριο "κανάλι" χρηματοδότησης για την οικονομία.
Πηγή: capital.gr