Σύμφωνα με τη χθεσινή δημοσίευση των χειμερινών προβλέψεων, ο πραγματικός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης για το έτος 2019 εκτιμάται στο 2,2%, δηλαδή υψηλότερος κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τις φθινοπωρινές εκτιμήσεις.
Οπως επισημαίνει η Eurobank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία, η εν λόγω αλλαγή οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1ον στην υψηλή αναθεώρηση προς τα πάνω του ετήσιου ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 1ο εξάμηνο 2019 (στο 2,1% από 1,5% βάσει των αρχικών εκτιμήσεων) και 2ον στη σχετικά καλή επίδοση της οικονομίας το 3ο τρίμηνο 2019 (2,3 YoY% / 0,6 QoQ%).
Η δημοσίευση των προαναφερθέντων στοιχείων (5/12/2019) πραγματοποιήθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) έναν μήνα μετά την ανακοίνωση των φθινοπωρινών προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (7/11/2019). Συνεπώς δεν ανήκαν στο σύνολο πληροφόρησης της τελευταίας.
Βάσει των τρεχουσών χρονολογικών σειρών των εθνικών λογαριασμών, η ενίσχυση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,2% το 2019 είναι συμβατή με οριακά μηδενικό τριμηνιαίο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης το 4ο τρίμηνο 2019 (προγραμματισμένη ανακοίνωση στις 6/3/2020). Σημειώνουμε ότι για το διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2020 οι δημοσιευθέντες δείκτες υψηλής συχνότητας παρουσιάζουν μικτή εικόνα, με άνοδο στο λιανικό εμπόριο και πτώση στη βιομηχανική παραγωγή.
Για το 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει τον πραγματικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της Ελλάδας στο 2,4% οριακά υψηλότερα σε σχέση με τις φθινοπωρινές εκτιμήσεις (2,3%). Το προαναφερθέν μέγεθος ταυτίζεται με την αντίστοιχη πρόβλεψη της Τραπέζης της Ελλάδος και είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από τη μέση εκτίμηση της αγοράς (consensus) η οποία ακολουθεί ανοδική τροχιά τους τελευταίους 2 μήνες. Όπως παρουσιάζεται στο τεύχος Φεβρουαρίου 2020 του περιοδικού Focus Economics, από 1,9% πριν 60 μέρες ανήλθε στο 2,1% πριν 30 μέρες και σήμερα βρίσκεται στο 2,2%.
Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες προβλέψεις η ελληνική οικονομία αναμένεται να επιταχύνει έστω και ελαφρά το 2020. Όπως αναφέρεται στις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η εγχώρια ζήτηση εκτιμάται ότι θα διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας. Η βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθήκων, του οικονομικού κλίματος και των επιμέρους δεικτών εμπιστοσύνης, η προοπτική άρσης σε έναν βαθμό των στρεβλώσεων που δημιουργούν οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, η περαιτέρω πτώση του ποσοστού ανεργίας και η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, αναμένεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ενισχύσουν την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Τέλος, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών – ο κινητήριος μοχλός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το περασμένο έτος – προβλέπεται να έχουν ηπιότερη θετική συνεισφορά λόγω της σχετικά χαμηλής ανάπτυξης σημαντικών εμπορικών εταίρων της ελληνικής οικονομίας. Επί παραδείγματι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ωτον πραγματικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της Ευρωζώνης στο χαμηλό εξαετίας 1,2% για τα έτη 2019, 2020 και 2021. Αν σε αυτά τα στοιχεία προσθέσουμε και τις πιθανές επιπτώσεις στο διεθνές εμπόριο και στην ταξιδιωτική κίνηση από την εξάπλωση του κορωνοϊού (covid-19) τότε το ρίσκο να μην διατηρηθούν οι περσυνοί υψηλοί ρυθμοί μεταβολής των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ενισχύεται.
Οσον αφορά στην εκτίμηση για το 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τοποθετεί την ανάπτυξη στην Ελλάδα στο 2,0%, δηλαδή στο ίδιο επίπεδο με την τρέχουσα μέση πρόβλεψη της αγοράς και την εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Νοέμβριος 2019). Η αντίστοιχη πρόβλεψη της Τραπέζης της Ελλάδος είναι σημαντικά υψηλότερη στο 2,5%.
Η ένταση και η διάρκεια της κυκλικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και στη συνέχεια η ομαλή μετάβαση σε ένα μονοπάτι μεγέθυνσης στο οποίο θα απουσιάζουν οι υψηλές ανισορροπίες της προηγούμενης δεκαετίας, προϋποθέτει την εμπέδωση κλίματος αξιοπιστίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, την ενίσχυση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και των εξαγωγών και τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Με αυτόν τον τρόπο, σημειώνει η Eurobank, δύνανται να ενεργοποιηθούν δυνάμεις που θα οδηγήσουν σε μείωση του φυσικού ποσοστού ανεργίας (μεγαλύτερης διάρκειας κυκλική ανάκαμψη), στην αύξηση των παραγωγικών συντελεστών και της παραγωγικότητας και ως εκ τούτου στη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας (υψηλότερος δυνητικός ρυθμός μεγέθυνσης). Οι επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα έπειτα από την υψηλή πτώση της περιόδου 2007-2014 (-€39,9 δις) παρουσιάζουν στασιμότητα με την αύξηση κάποιων ετών (2017, +€2,0 δις, +9,2%) να αντισταθμίζεται από την πτώση κάποιων άλλων (2018, -€2,7 δις, -11,4%).
Ο τομέας της γενικής κυβέρνησης έχει κεντρικό ρόλο στις προαναφερθείσες μεταβολές με τους τομείς των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών να καταγράφουν – με εξαίρεση το 2018 – σημάδια βελτίωσης. Πέραν της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων με τις θετικές εξωτερικές οικονομίες που προκαλούν, η αύξηση του σχετικού μεριδίου των κλάδων με διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά προϋποθέτει οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να έχουν δυναμικό ρόλο στην ενίσχυση του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου. Οι επενδύσεις των νοικοκυριών, δηλαδή οι επενδύσεις σε κατοικίες, θα πρέπει να ακολουθήσουν.