Η ελληνική οικονομία, μετά από μια παρατεταμένη δεκαετή κρίση, φαινόταν να επιτυγχάνει το στόχο για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Όμως, η αλήθεια είναι ότι παρά την πιστή εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων, παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς, οικονομικούς και μη, κραδασμούς.
Η ελληνική κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη με ένα απρόβλεπτο γεγονός, που θα έχει επιπτώσεις στην οικονομία και κυρίως στο διεθνές εμπόριο και τον τουρισμό. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις διμερείς σχέσεις με την Κίνα. Η Κίνα αποτελεί μια καθοριστική εφοδιαστική πηγή για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Στην ελληνική οικονομία, οι κινεζικές εισαγωγές ανήλθαν το 2019 στα 3,6 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας ετήσια αύξηση 33%. Με αυτές τις εισαγωγές τροφοδοτήθηκε η κατανάλωση, που με τη σειρά της συνεισέφερε ουσιαστικά στο ΑΕΠ. Σε μια νέα δυναμική περίοδο έχουν περάσει και οι εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων στη κινεζική αγορά, όπου το ποσοστό το 2019 αυξήθηκε κατά 90% σε σχέση με το 2018.
Η μείωση των εισροών από το τουρισμό αποτελεί μια άλλη σημαίνουσα επίπτωση, που θα επηρεάσει την οικονομία. Η συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας μας είναι πολύ σημαντική, καθώς εκτιμάται ότι η άμεση συμβολή του κλάδου υπερέβη το 10% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος το 2018, ενώ η συνολική συμβολή του, συμπεριλαμβανομένης και της έμμεσης και της επαγόμενης, ανήλθε στο 22,7% του ΑΕΠ για το 2018 (σύμφωνα με το World Travel & Tourism Council).
Τα τελευταία χρόνια εκτιμάται ότι εισέρχονται περισσότεροι από 200.000 κινέζοι ανά έτος, ιδιαίτερα στη Σαντορίνη και την Αθήνα, στην πλειονότητά τους εύποροι. Ο στόχος που έχει τεθεί για 500.000 τουρίστες από την Κίνα φαίνεται να αναβάλλεται προσωρινά για τα επόμενα έτη.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημάνουμε ότι, αν δεν υπάρξει σύντομα σταθεροποίηση της κατάστασης είναι αναμφίβολο πως οι επιπτώσεις του κορονοϊού θα βαρύνουν σημαντικά και την ελληνική ναυτιλία. Η κατάρρευση της παγκόσμιας ζήτησης έχει προκαλέσει προβλήματα στην ποντοπόρο ναυτιλία, καθώς η δραστηριότητα στο διεθνές εμπόριο είναι αισθητά μειωμένη και ως εκ τούτου έχουν περιοριστεί και οι μεταφορικές ανάγκες, ενώ και οι καθυστερήσεις στα ναυπηγεία της Κίνας δεν είναι αμελητέες. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως η Ελλάδα εισέπραξε το 2019 συνολικά 17,3 δισ. ευρώ από ναυτιλιακό συνάλλαγμα, ενώ τα έσοδα από την ναυτιλία τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν αυξηθεί πάνω από 20%.
Αυτές οι εξελίξεις κάνουν πολύ επισφαλή την πρόβλεψη για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2020 στο 2,8% του ΑΕΠ και φέρνουν στο προσκήνιο για μια ακόμη φορά τις συζητήσεις για τη μείωση του δημοσιονομικού πλεονάσματος. Με τη διόγκωση των ανησυχιών, τα spreads των ελληνικών ομολόγων θα είναι ευμετάβλητα, επαναφέροντας το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους.
Βέβαια, η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται στην ευχάριστη θέση, μετά από πολλά χρόνια, να μην έχει την άμεση ανάγκη δανεισμού της από τις αγορές. Η υγιής κατάσταση των δημοσιονομικών της, σε συνδυασμό με το ταμειακό «μαξιλάρι», όπου σύμφωνα με την τελευταία έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας της Κομισιόν για την Ελλάδα, στο τέλος του 2019, ανέρχονταν σε 23,5 δισ. ευρώ, συρρικνώνουν το μέγεθος των οικονομικών επιπτώσεων από την επιδημία.
1. Να συμπεριληφθούν άμεσα τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και να αποσυνδεθούν με την επίτευξη της αναβάθμισης της ελληνική οικονομίας σε «επενδυτική βαθμίδα», αφού η εξάπλωση της επιδημίας φαίνεται να την αναβάλει για το δεύτερο εξάμηνο του 2021.
3. Διαπραγμάτευση για άμεση μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2020 στα επίπεδα του 2,2% του ΑΕΠ, με το δημοσιονομικό όφελος να ξεπερνάει τα 2,5 δισ. ευρώ. Η ελληνική οικονομία έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των θεσμών και επιβάλλεται η ταχεία λήψη καθοριστικών αποφάσεων και πάλι στην κατεύθυνση της άμεσης τόνωσής της.
5. Να δοθεί η δυνατότητα στην κυβέρνηση να εκταμιεύσει, αν επιτευχθεί, οποιοδήποτε υπερπλεόνασμα άνω του προκαθορισμένου στόχου που έχει συμφωνηθεί με τους θεσμούς, στην πραγματική οικονομία.
7. Αναστολή για το 2020 του φόρου διανυκτέρευσης στα ξενοδοχεία. Το κόστος στα δημόσια έσοδα δεν είναι μεγάλο (ο προϋπολογισμός του 2020 προβλέπει την είσπραξη 145 εκατ. ευρώ από τον φόρο διαμονής) ενώ θα δώσει τη δυνατότητα στις ελληνικές επιχειρήσεις να γίνουν πιο ανταγωνιστικές.
9. Παράταση της καταληκτικής ημερομηνίας (13 Μαρτίου) για την επιλογή ασφαλιστικής τάξης για τους πολίτες που ασκούν οικονομική δραστηριότητα στις πληγείσες περιοχές από το Υπουργείο Εργασίας.