Η κρίση του COVID-19 έχει αναδείξει τέσσερις νέες τάσεις καταναλωτικής συμπεριφοράς, σύμφωνα με τη νέα έρευνα της ΕΥ, Future Consumer Index, η οποία παρακολουθεί την καταναλωτική διάθεση και συμπεριφορά 4.859 ατόμων στις ΗΠΑ, τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Γερμανία . Η έρευνα ονομάζει τις τάσεις αυτές: “Cut deep”, “Stay calm, carry on”, “Save and stockpile” και “Hibernate and spend”.
Οι καταναλωτές της ομάδας "Cut deep" (27,3%) έχουν περιορίσει τις δαπάνες τους σε όλες τις κατηγορίες δαπανών, υπό το βάρος των επιπτώσεων της πανδημίας στην απασχόληση. Αντίθετα, όσοι ανήκουν στην ομάδα “Stay calm, carry on” εξακολουθούν να ξοδεύουν κανονικά (26,2%). Η μεγαλύτερη μερίδα καταναλωτών, η οποία διακατέχεται από απαισιοδοξία για το μέλλον, κατατάσσεται στην κατηγορία “Save and stockpile” (35,1%), ενώ η τελευταία ομάδα, “Hibernate and spend” (11,4), ξοδεύει περισσότερα.
Συνολικά, το 42% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι ο τρόπος με τον οποίο ψωνίζουν θα αλλάξει ριζικά, ως αποτέλεσμα της επιδημίας του COVID-19. Όσον αφορά τα εμπορικά σήματα (brands) και τα προϊόντα, το 34% των καταναλωτών δηλώνουν ότι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα για τοπικά προϊόντα, το 25% για αξιόπιστες μάρκες και το 23% για ηθικά προϊόντα.
Αυτές οι τέσσερις κατατμήσεις, αντικατοπτρίζουν τον τρόπο με τον οποίο η συμπεριφορά των καταναλωτών μπορεί να σχετίζεται με την ηλικιακή τους ομάδα και την οικογενειακή ή την εργασιακή κατάστασή τους. Πιο συγκεκριμένα:
► Cut deep: Οι καταναλωτές αυτοί είναι κυρίως άνω των 45 ετών και έχουν βιώσει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο της κρίσης, στην απασχόλησή τους, καθώς σχεδόν ένας στους τέσσερις βρίσκονται εκτός εργασίας, είτε προσωρινά, είτε μόνιμα. Το 78% ψωνίζουν λιγότερο συχνά, ενώ το 64% αγοράζουν μόνο προϊόντα πρώτης ανάγκης. To 33% πιστεύουν ότι τα εμπορικά σήματα (brands) είναι λιγότερο σημαντικά για εκείνους, υπό τις σημερινές συνθήκες.
► Stay calm, carry on: Οι καταναλωτές αυτοί δεν αισθάνονται άμεσα τις επιπτώσεις της πανδημίας και δεν αλλάζουν τις συνήθειές τους, ως προς τις δαπάνες. Μόλις το 21% από αυτούς ξοδεύουν περισσότερα σε τρόφιμα, σε σχέση με ένα 18% που ξοδεύουν, αντιστοίχως, λιγότερα.
► Save and stockpile: Τα μέλη της ομάδας αυτής είναι ιδιαίτερα ανήσυχα για τις οικογένειές τους, καθώς και τις μακροπρόθεσμες προοπτικές. Πάνω από το ένα τρίτο (36%) ξοδεύουν, αυτή την περίοδο, περισσότερα σε τρόφιμα, ενώ η πλειοψηφία δαπανά λιγότερα σε ρούχα (72%) και σε αναψυχή (85%).
► Hibernate and spend: Οι καταναλωτές αυτοί, που ανήκουν κυρίως στην ηλικιακή ομάδα 18-44 ετών, ανησυχούν περισσότερο για τις επιπτώσεις της πανδημίας. Ωστόσο, μόνο το 40% εξ’ αυτών δηλώνουν ότι ψωνίζουν λιγότερο συχνά. Και ενώ το 42% δηλώνουν ότι τα προϊόντα που αγοράζουν έχουν αλλάξει σημαντικά, το 46% αναφέρουν ότι τα εμπορικά σήματα έχουν πλέον μεγαλύτερη σημασία για εκείνους.
Καθώς οι καταναλωτές ξεπερνούν την πανδημία, πέντε νέες ομάδες ενδέχεται να αναδειχθούν
Οι τέσσερις ομάδες που προσδιορίζει η έρευνα, ενδέχεται να μετεξελιχθούν σε πέντε εντελώς διαφορετικές ομάδες, καθώς μετριάζονται οι επιπτώσεις της κρίσης. Για παράδειγμα, η έρευνα εκτιμά ότι η πλειοψηφία όσων καταναλωτών ανήκουν σήμερα στην κατηγορία “Save and stockpile”, θα μετακινηθούν σε δύο νέες κατηγορίες: “Remain frugal” και “Cautiously extravagant”.
Οι νέες αυτές ομάδες που θα μπορούσαν να εμφανιστούν μετά το πέρας της κρίσης του COVID-19, καταγράφονται αναλυτικά στην έρευνα, ως: “Keep cutting” (συνεχιζόμενες περικοπές - 13,1%), “Stay frugal” (συνεχιζόμενη λιτότητα - 21,7%), “Get to normal” (επιστροφή στην κανονικότητα - 31,4%), “Cautiously extravagant” (προσεκτικά «υπερβολικοί» στις δαπάνες - 24,7%) και “Back with a bang” (δυναμική επιστροφή στην κατανάλωση - 9,1%).
Μεταβάλλονται οι στάσεις των καταναλωτών απέναντι στην ιδιωτικότητα
Τα τελευταία δύο χρόνια, ομάδες της EY δημιουργούν μοντέλα μελλοντικών σεναρίων, στο πλαίσιο του προγράμματος FutureConsumer.Now. Ένα από αυτά τα σενάρια βασιζόταν στον αντίκτυπο μιας υποθετικής παγκόσμιας πανδημίας και κατέδειξε ότι οι καταναλωτές θα υιοθετούσαν, ενδεχομένως, μια λιγότερο αυστηρή προσέγγιση απέναντι στην ιδιωτικότητα και την κοινή χρήση προσωπικών δεδομένων. Πράγματι, το EY Future Consumer Index διαπιστώνει ότι το 54% των καταναλωτών θα ήταν πιο πρόθυμοι να μοιραστούν προσωπικά τους δεδομένα, εάν αυτό συνέβαλε στην παρακολούθηση της διάδοσης μίας μόλυνσης.
Η έρευνα διαπιστώνει, επίσης, ότι οι πάροχοι υπηρεσιών υγείας θεωρούνται ως οι πιο αξιόπιστοι οργανισμοί, καθώς το 47% των καταναλωτών αναφέρουν ότι τους εμπιστεύονται πλήρως, σε σύγκριση με το 28% για τις κυβερνήσεις, 17% για τα εμπορικά σήματα και 16% για τις εταιρείες μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Ένα άλλο μοντέλο του FutureConsumer.Now έδειξε ότι οι καταναλωτές θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον χρόνο, το ανθρώπινο ταλέντο και τους φυσικούς πόρους, ως εξίσου πολύτιμους παράγοντες, καθώς τα παραδοσιακά κριτήρια αξιολόγησης υποκαθίστανται από τον κοινωνικό σκοπό μιας επιχείρησης και το κοινό καλό. Σύμφωνα με την έρευνα, το 33% των καταναλωτών συμφωνούν απόλυτα ότι, μετά την πανδημία, θα επαναξιολογήσουν τι είναι σημαντικότερο για εκείνους, ενώ πάνω από το ένα τέταρτο δηλώνουν ότι δίνουν ήδη μεγαλύτερη προσοχή σε αυτά που καταναλώνουν και τον κοινωνικό τους αντίκτυπο.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κος Θάνος Μαύρος, Εταίρος και Επικεφαλής Τομέα Καταναλωτικών Προϊόντων και Λιανεμπορίου της EY Ελλάδος και Επικεφαλής Τμήματος Εφοδιαστικής Αλυσίδας και Διεπιχειρησιακών Λειτουργιών EY Ελλάδος και EY Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), παρατηρεί: «Η πανδημία του COVID-19 άλλαξε δραστικά τα δεδομένα παγκοσμίως, συμπαρασύροντας και τις καταναλωτικές συμπεριφορές. Παρόμοιες τάσεις, παρατηρούνται ήδη και στην Ελλάδα. Μπορούμε να πούμε ότι η κρίση επέσπευσε την έλευση του καταναλωτή του μέλλοντος, ο οποίος έχει πολύ διαφορετικές προτεραιότητες και άλλες προτιμήσεις, δρώντας σε ένα αμιγώς ψηφιακό περιβάλλον. Παράλληλα, όμως, εισήγαγε και απρόβλεπτες μεταβλητές που δημιουργούν έναν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας ως προς τις καταναλωτικές συμπεριφορές. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς που σχετίζονται με το λιανικό εμπόριο, θα πρέπει να αναθεωρήσουν τα μοντέλα μελλοντικών σεναρίων, μελετώντας τις νέες τάσεις και προσαρμόζοντας τις ενέργειές τους σε αυτές, καθώς οι αλλαγές ενδέχεται να είναι μόνιμες και να επηρεάσουν μακροπρόθεσμα την αγορά».