Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς επισημαίνει πως η επιχειρηματικότητα του τόπου διαχρονικά θέλει τις τράπεζες δίπλα της και όχι απέναντί της, αν και τα τελευταία 10 χρόνια της κρίσης, αυτό δεν κατέστη εφικτό.
Ο ρόλος των τραπεζών την επόμενη μέρα της πανδημίας είναι και πάλι καθοριστικός για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Ο τρόπος αντιμετώπισης της νέας κρίσης πρέπει να είναι διαφορετικός και το τραπεζικό σύστημα να λειτουργήσει ως επιταχυντής επανεκκίνησης της αγοράς.
Είναι γεγονός, πως αυτή τη φορά οι τράπεζες προχώρησαν εγκαίρως σε μερική αναστολή δόσεων δανείων στους συνεπείς πελάτες τους, δίνοντάς τους επαρκή χρόνο μέχρι να ξεπεράσουν τα χειρότερα της κρίσης. Είναι, επίσης, γεγονός πως η πανδημία μετέβαλε τις προσδοκίες με αποτέλεσμα να αυξήσει τους κινδύνους στον τραπεζικό κλάδο μεταβάλλοντας τη τάση από «θετική» στην κατηγορία «σταθερή». Οι εμπειρογνώμονες, μάλιστα, υπολογίζουν ότι ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων ενδέχεται να αυξηθεί περαιτέρω κατά 12%. Παρά το γεγονός ότι οι 4 συστημικές έχουν απομακρύνει μεγάλο μέρος των κόκκινων δανείων τους, θα πρέπει το επόμενο διάστημα να πάρουν εκ νέου τα ρίσκα τους, αφού χωρίς χρηματοδότηση στις πληττόμενες επιχειρήσεις, τα «κόκκινα δάνεια» θα πολλαπλασιαστούν με κίνδυνο οι απώλειές τους να μεταφερθούν, εκτός από τους μετόχους, και στους ομολογιούχους τους.
Προϋπόθεση σήμερα για τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την οικονομία είναι να πάρουν κρατικές ή ευρωπαϊκές εγγυήσεις, κάτι που στο εξωτερικό γίνεται εδώ και χρόνια σε αντίθεση με την Ελλάδα των μνημονιακών περιορισμών. Σήμερα, όμως, η εγγυοδότηση του Δημοσίου είναι και πάλι σε ένα βαθμό ενεργή, μέσω μάλιστα δύο χρηματοδοτικών εργαλείων που ενεργοποίησε η Κυβέρνηση, το ΤΕΠΙΧ ΙΙ και το Ταμείο Εγγυοδοσίας με περίπου 3,5 δις ευρώ. Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών ήταν οι ελληνικές τράπεζες να υποσχεθούν στον πρωθυπουργό ότι θα παρέχουν φέτος δάνεια 16 δις ευρώ, παρά το γεγονός πως σε περίοδο κρίσης δεν υπάρχει ποτέ επαρκής εξασφάλιση. Το έντονο πρόβλημα έλλειψης ρευστότητας στην αγορά, δημιουργεί πάντα μεγάλα διλήμματα στην τραπεζική λογική και νοοτροπία, που οδηγεί τους τραπεζίτες να παρέχουν δάνεια με 100% εγγυήσεις, που όμως δεν υπάρχουν. Τα δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες προέρχονται κυρίως από τις καταθέσεις ιδιωτών και η εξασφάλιση των δανείων τους με ενέχυρο σημαίνει αυτόματα και εξασφάλιση των καταθετών τους, γεγονός που κάνει ακόμα πιο διστακτικές τις αποφάσεις. Χωρίς όμως νέα δάνεια, οι επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους και η κρίση θα επιδεινώνεται, γι’αυτό η εξίσωση που πρέπει να λύσουν οι τραπεζίτες είναι δύσκολη, όπως εξίσου δύσκολη είναι και η πρόσβαση των επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό.
Η λύση αναμένεται να βρεθεί με την έξωθεν ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και παροχή εγγυήσεων που είναι μια πολιτική την οποία η ΕΕ έπρεπε να ξεκινήσει με το καλημέρα της κρίσης. Σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που κλονίζεται παγκοσμίως, οι ελληνικές τράπεζες θα αναγκαστούν να πάρουν αυτή τη φορά λιγότερο συντηρητικές αποφάσεις και να δανείσουν χρήμα με βιώσιμους όρους και προσιτά επιτόκια. Ενδεικτικό της άμεσης ανάγκης ρευστότητας στην ελληνική αγορά είναι πως 72.000 επιχειρήσεις υπέβαλαν αίτηση για το κρατικό δάνειο της «επιστρεπτέας προκαταβολής» που αναλογεί σε 840 εκ. ευρώ, με κάτω του 1% επιτόκιο και επιστροφή του 60% της ενίσχυσης.
Το Ε.Β.Ε.Π. ευελπιστεί πως η έγκριση από το πρόσφατο Eurogroup της νέας πιστωτικής γραμμής Pandemic Crisis Support του ESM με ευνοϊκούς όρους δανεισμού και χωρίς όρους μακροοικονομικής προσαρμογής, θα καλύψει από τον Ιούνιο άμεσες κρατικές δαπάνες. Αντιθέτως, εκκρεμούν λόγω διαφωνιών οι εγγυήσεις των 25 δις ευρώ της ΕΤεΠ για τη χρηματοδότηση 200 δις ευρώ των ΜμΕ και, βεβαίως, θα αργήσουν τα 2 τρις ευρώ του υπό διαμόρφωση Ταμείου Ανάκαμψης. Στη χώρα μας, το κράτος, προερχόμενο από μια δεκαετή κρίση, έχει λιγότερη ελευθερία στην παροχή εγγυήσεων, γι’αυτό αυτό και ξεκίνησε μόνο με 2 δις ευρώ εγγυήσεων, δηλαδή περίπου 1% του ΑΕΠ, ποσό το οποίο δεν επαρκεί συγκριτικά με τις δυνατότητες των ευρωπαίων εταίρων μας. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το γεγονός πως οι ελληνικές τράπεζες, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, άντλησαν από την ΕΚΤ 13,9 δις ευρώ, λόγω αυξημένων αναγκών ρευστότητας, αυξάνοντας όμως την συνολική εξάρτησή τους από το ευρωσύστημα LTRO στα 21,5 δις από τα 7,6 δις ευρώ που ήταν τον Φεβρουάριο.
Το Ε.Β.Ε.Π. αναμένει να διευρυνθεί η εμβέλεια της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης και η παροχή εγγυήσεων, αφού πρέπει να αντιμετωπιστεί μια εξωγενής κρίση, που δεν υποδηλώνει κάποια αδυναμία διαχείρισης των δημοσιονομικών του κράτους. Αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση έχει χειριστεί την κρίση άψογα μέχρι στιγμής με στοχευμένα μέτρα και εμπνέει τη βεβαιότητα πως θα συνεχίσει να διεκδικεί και να ενεργεί με τον ανάλογο αξιόπιστο τρόπο, έως το τέλος και της οικονομικής κρίσης.
Ο πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π., Βασίλης Κορκίδης, επισημαίνει: «Κατανοούμε ως επιχειρηματίες, πως και οι τράπεζες είναι επιχειρήσεις που επίσης πλήττονται, μαζί με τους ιδιώτες μικρομετόχους τους. Στο πρόσφατο μάλιστα παρελθόν, όσοι τόλμησαν να αγοράσουν τραπεζικές μετοχές και ομόλογα, έχασαν σχεδόν ολοσχερώς την επένδυσή τους δύο φορές το 2011 και το 2015 και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει για τρίτη φορά να αντιμετωπίσουν νέο κίνδυνο εξαφάνισης σε ό,τι απέμεινε από την επένδυσή τους. Θα πρέπει λοιπόν οι τράπεζες να σταθμίσουν προσεκτικά τη κατάσταση, να μοχλεύσουν τις εγγυήσεις του δημοσίου και «να βάλουν πλάτη» για να βγούμε όλοι μαζί από την κρίση.»