Οι Σύμβουλοι Επικρατείας έκαναν δεκτές τις αιτήσεις ακύρωσης των Δήμων Ελληνικού-Αργυρούπολης, Καλαμαριάς, Χαλανδρίου, Χανίων και Ωραιοκάστρου.
Αναλυτικότερα, η 7μελής σύνθεση του Δ΄Τμήματος του ΣτΕ με μια σειρά αποφάσεών της (930-934/2020) ακύρωσε τη μεταβίβαση στην ΕΤΑΔ, 10.119 ακινήτων που είχαν συνολικό εμβαδό 511.357.451 τμ και συνολική δομημένη επιφάνεια 22.601 τμ, τα οποία είναι κατοχυρωμένα στο Εθνικό Κτηματολόγιο. Παράλληλα, το ΣτΕ απέρριψε την παρέμβαση υπέρ του κύρους της υπουργικής απόφασης της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας.
Σύμφωνα με τις εν λόγω πέντε δικαστικές αποφάσεις, ο αριθμός των ακινήτων που μεταβιβάστηκαν στην ΕΤΑΔ, μειώθηκε, σύμφωνα με έγγραφο (7.6.2019) του τμήματος μητρώου, προς το ΣτΕ. Αρχικά μειώθηκε κατά 2.330 ακίνητα και εν συνεχεία κατά 603 (σύνολο μειώσεων 2.933). Τα 2.933 αυτά ακίνητα εξαιρέθηκαν από την μεταβίβαση καθώς δεν είχαν εκδοθεί οι αναγκαίες αποφάσεις του υπουργού Οικονομικών και του ΚΥΣΙΟΠ, ενώ σε 14 εξ αυτών των ακινήτων δεν είχε ολοκληρωθεί ο προβλεπόμενος έλεγχος.
Το ΣτΕ ακύρωσε την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση καθώς εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να έχει εξεταστεί για τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα εάν υφίσταται η συνδρομή των αναγκαίων εκείνων προϋποθέσεων που προβλέπουν στη νομιμοποίηση της μη υπαγωγής τους στην κατηγορία των εξαιρουμένων από τη μεταβίβαση, ενώ παράλληλα, δεν είχε τηρηθεί η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία ταυτοποίησης και ελέγχου των μεταβιβαζομένων ακινήτων, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πρέπει να εξαιρεθούν ή όχι από τη μεταβίβαση, προσθέτουν οι σύμβουλοι Επικρατείας.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν ότι όπως προκύπτει η διαδικασία ελέγχου ξεκίνησε στις 26.6.2018, δηλαδή μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης.
Τελικά, το ΣτΕ έκρινε ότι η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση και οι συμπροσβαλλόμενες, είναι νομικά πλημμελείς καθώς εκδόθηκαν χωρίς προηγουμένως να εξεταστεί, όπως απαιτεί ο νόμος 4389/2016, η νόμιμη προϋπόθεση της μη υπαγωγής των μεταβιβαζομένων ακινήτων στις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 19 του εν λόγω νόμου 4389/2016, με αποτέλεσμα να πρέπει να ακυρωθούν.