Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν τις απόψεις τους σχετικά με την αρχική εκτίμηση επιπτώσεων έως τις 30 Ιουνίου 2020 και να απαντήσουν στην ανοικτή δημόσια διαβούλευση έως τις 8 Σεπτεμβρίου 2020.
Η Εκτελεστική Αντιπρόεδρος, Μαργκρέιτε Βέστεϊγιερ, αρμόδια για την πολιτική ανταγωνισμού, δήλωσε: «Ο κόσμος αλλάζει με ταχείς ρυθμούς και είναι σημαντικό οι κανόνες του ανταγωνισμού να συμβαδίζουν με την αλλαγή αυτή. Οι κανόνες μας έχουν εγγενή ευελιξία που μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε ευρύ φάσμα αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών σε όλες τις αγορές. Ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν ορισμένοι διαρθρωτικοί κίνδυνοι για τον ανταγωνισμό, όπως η ανατροπή της ισορροπίας των αγορών, οι οποίοι δεν αντιμετωπίζονται με τους ισχύοντες κανόνες. Ζητούμε τις απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών για να διερευνήσουμε την ανάγκη δημιουργίας ενός πιθανού νέου εργαλείου ανταγωνισμού που θα επιτρέψει την αντιμετώπιση των εν λόγω διαρθρωτικών προβλημάτων ανταγωνισμού, κατά τρόπο έγκαιρο και αποτελεσματικό που θα διασφαλίζει δίκαιες και ανταγωνιστικές αγορές σε ολόκληρο το φάσμα της οικονομίας.»
Η ανάγκη για ένα νέο εργαλείο ανταγωνισμού
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Επιτροπή προβληματίστηκε σχετικά με τον ρόλο της πολιτικής ανταγωνισμού και τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική αυτή εντάσσεται σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο, ο οποίος είναι όλο και περισσότερο ψηφιακός και παγκοσμιοποιημένος, και πρέπει να γίνει περισσότερο οικολογικός. Αυτή η διαδικασία προβληματισμού εντάσσεται σε έναν ευρύτερο διάλογο πολιτικής σχετικά με την ανάγκη προσθήκης αλλαγών στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο του ανταγωνισμού, έτσι ώστε οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου σε όλο τον κόσμο να μπορούν να συνεχίσουν να διατηρούν την ανταγωνιστικότητα των αγορών. Διάφοροι ενδιαφερόμενοι φορείς συμμετείχαν σε αυτή τη συζήτηση και συνέβαλαν με εκθέσεις και μελέτες, υποβάλλοντας προτάσεις για την προσαρμογή ή την επέκταση της εργαλειοθήκης του δικαίου του ανταγωνισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διασφάλιση του ανταγωνισμού και της δίκαιης λειτουργίας των αγορών σε ολόκληρη την οικονομία ενδέχεται να απαιτεί μια ολιστική και ολοκληρωμένη προσέγγιση, με έμφαση στους ακόλουθους τρεις πυλώνες:
1) τη συνεχή αυστηρή εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων ανταγωνισμού με την πλήρη χρήση των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), συμπεριλαμβανομένης της χρήσης προσωρινών μέτρων και επανορθωτικών μέτρων αποκατάστασης, ανάλογα με την περίπτωση·
2) πιθανή εκ των προτέρων ρύθμιση των ψηφιακών πλατφορμών, συμπεριλαμβανομένων πρόσθετων απαιτήσεων για εκείνους που διαδραματίζουν ρόλο ρυθμιστή· και
3) ένα πιθανό νέο εργαλείο για τον ανταγωνισμό για τον χειρισμό διαρθρωτικών προβλημάτων ανταγωνισμού στις αγορές, τα οποία δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ή να επιλυθούν με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο με βάση τους ισχύοντες κανόνες ανταγωνισμού (π.χ. πρόληψη της διατάραξης της ισορροπίας των αγορών).
Η παράλληλη εκτίμηση επιπτώσεων για την εκ των προτέρων ειδική για την πλατφόρμα κανονιστική ρύθμιση, για την οποία δρομολογείται σήμερα χωριστή διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, καλύπτει τον δεύτερο πυλώνα, ενώ η εν λόγω διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη αφορά τον τρίτο πυλώνα.
Η εμπειρία της Επιτροπής όσον αφορά την επιβολή των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού σε ψηφιακές και άλλες αγορές, καθώς και η διεργασία εξέτασης της καταλληλότητας των υφιστάμενων κανόνων ανταγωνισμού από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, βοήθησαν την Επιτροπή να εντοπίσει ορισμένα διαρθρωτικά προβλήματα ανταγωνισμού τα οποία δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν οι ισχύοντες κανόνες ή τουλάχιστον δεν μπορούν να τα αντιμετωπίσουν με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο.
Το νέο εργαλείο ανταγωνισμού θα πρέπει να επιτρέπει στην Επιτροπή να αντιμετωπίζει τα κενά που υπάρχουν στους ισχύοντες κανόνες ανταγωνισμού και να παρεμβαίνει σε περίπτωση διαρθρωτικών προβλημάτων ανταγωνισμού στις αγορές κατά τρόπο έγκαιρο και αποτελεσματικό.
Μετά τον προσδιορισμό ενός διαρθρωτικού προβλήματος ανταγωνισμού μέσω αυστηρής διερεύνησης της αγοράς κατά την οποία τα δικαιώματα υπεράσπισης γίνονται πλήρως σεβαστά, το νέο εργαλείο θα πρέπει να επιτρέπει στην Επιτροπή να επιβάλλει μέτρα αλλαγής συμπεριφοράς και, όπου κρίνεται σκόπιμο, διορθωτικά μέτρα. Ωστόσο, δεν θα διαπιστώνεται παράβαση ούτε θα επιβάλλονται πρόστιμα στους συμμετέχοντες στην αγορά.
Επόμενα βήματα
Η Επιτροπή διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα μέρη από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των αρχών ανταγωνισμού και των κυβερνητικών φορέων, εκπροσώπων του ακαδημαϊκού χώρου, καθώς και επαγγελματιών από τα πεδία των νομικών και της οικονομίας. Οι συμμετέχοντες μπορούν να υποβάλουν τις απόψεις τους σχετικά με την αρχική εκτίμηση επιπτώσεων έως τις 30 Ιουνίου 2020 και να απαντήσουν στην ανοικτή δημόσια διαβούλευση έως τις 8 Σεπτεμβρίου 2020, σε μια από τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ. Με την επιφύλαξη του αποτελέσματος της εκτίμησης επιπτώσεων, έχει προγραμματιστεί η υποβολή νομοθετικής πρότασης για το τέταρτο τρίμηνο του 2020.
Ιστορικό
Το δίκαιο της ΕΕ περί ανταγωνισμού παρέχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 101 της ΣΛΕΕ και την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης από επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 102 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, ορισμένα διαρθρωτικού χαρακτήρα προβλήματα ανταγωνισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ ή δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο.
Διαρθρωτικά προβλήματα ανταγωνισμού μπορούν να προκύψουν σε ευρύ φάσμα διαφορετικών σεναρίων, ωστόσο μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το αν η βλάβη πρόκειται να επηρεάσει ή έχει ήδη επηρεάσει την αγορά.
- Διαρθρωτικοί κίνδυνοι για τον ανταγωνισμό: Ορισμένα χαρακτηριστικά της αγοράς (π.χ. επιπτώσεις δικτύου και κλίμακας, έλλειψη συστημάτων πολλαπλών συνδέσεων και φαινόμενα εγκλωβισμού) σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις αγορές μπορούν να δημιουργήσουν απειλή για τον ανταγωνισμό. Αυτό ισχύει ιδίως για τις αγορές που διατρέχουν τον κίνδυνο «ανατροπής». Οι κίνδυνοι για τον ανταγωνισμό προκύπτουν από τη δημιουργία ισχυρών παραγόντων της αγοράς με εδραιωμένη θέση και/ή τη θέση ρυθμιστή, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να προληφθεί με έγκαιρη παρέμβαση. Σε άλλα σενάρια που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι μονομερείς στρατηγικές μη δεσποζουσών επιχειρήσεων για δημιουργία μονοπωλιακής θέσης σε μια αγορά με μέσα που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό.
- Μια διαρθρωτική έλλειψη ανταγωνισμού: Ορισμένες δομές αγοράς δεν οδηγούν σε υγιή ανταγωνισμό (δηλ. υφίσταται δομική ανεπάρκεια της αγοράς), ακόμη και αν οι επιχειρήσεις δεν λειτουργούν στρεβλωτικά ως προς τον ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, οι αγορές ενδέχεται να εμφανίζουν συστημικές αστοχίες λόγω ορισμένων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών, όπως τα υψηλά εμπόδια συγκέντρωσης και εισόδου, ο εγκλωβισμός των καταναλωτών, η έλλειψη πρόσβασης σε δεδομένα ή η συσσώρευση δεδομένων. Ομοίως, ολιγοπωλιακές δομές της αγοράς αυξάνουν τον κίνδυνο σιωπηρής αθέμιτης σύμπραξης, συμπεριλαμβανομένων αγορών που χαρακτηρίζονται από αυξημένη διαφάνεια λόγω των βασισμένων σε αλγόριθμους τεχνολογικών λύσεων, οι οποίες επικρατούν όλο και περισσότερο σε διάφορους τομείς.
Η εκτίμηση επιπτώσεων για πιθανή πρωτοβουλία σχετικά με ένα νέο εργαλείο ανταγωνισμού δεν θίγει τις υφιστάμενες ειδικές τομεακές ρυθμίσεις και τα υφιστάμενα εργαλεία ανταγωνισμού που είναι επί του παρόντος διαθέσιμα στην Επιτροπή και στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της ΕΕ. Συμπληρώνει επίσης την παράλληλη εκτίμηση επιπτώσεων για την ειδική εκ των προτέρων ρύθμιση για τις πλατφόρμες της Επιτροπής, η οποία αποτελεί μέρος της δέσμης μέτρων για την ψηφιακή ενιαία αγορά που εξαγγέλθηκε στην ανακοίνωση με τίτλο «Διαμόρφωση της ψηφιακής μελλοντικής κατάστασης της Ευρώπης».