Το πρόγραμμα κάνει πρεμιέρα την ερχόμενη Δευτέρα, 15 Ιουνίου, και διαρκεί μέχρι τις 15 Οκτωβρίου. Στόχος είναι να καταστεί ελκυστικότερο και ευνοϊκότερο για τις επιχειρήσεις, ώστε να ενταχθούν στο μηχανισμό ενίσχυσης της απασχόλησης και να μην χαθούν θέσεις εργασίας.
Στον μηχανισμό μπορούν να ενταχθούν μόνο οι μισθωτοί με σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Εφαρμόζεται από 15 Ιουνίου έως 15 Οκτωβρίου. Ο εργοδότης που εντάσσεται στον μηχανισμό μπορεί για έναν ή περισσότερους μήνες εντός του επίμαχου 4μηνου να προβαίνει σε μείωση του χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας μέχρι και 50% για μέρος ή το σύνολο των εργαζομένων του, ανάλογα με τις λειτουργικές του ανάγκες. Οι μισθωτοί που εντάσσονται στον μηχανισμό θα εισπράττουν μειωμένο καθαρό μισθό από τον εργοδότη, αναλογικά της μείωσης του ωραρίου απασχόλησης.
-Το κράτος θα αναπληρώνει το 60% του καθαρού μισθού που χάνεται λόγω μειωμένης απασχόλησης, καταβάλλοντας στον μισθωτό οικονομική ενίσχυση βραχυχρόνιας εργασίας, για το χρόνο που δεν εργάζεται. Με τον μηχανισμό αυτό, η συνολική αναπλήρωση του εισοδήματος κυμαίνεται – σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας – από 83,5% έως 100% του καθαρού μισθού. Η μέγιστη μείωση κυμαίνεται στο 16,5% και αφορά μισθούς της τάξης των 1.000 και 1.200 ευρώ μεικτά. Αντίθετα, η απώλεια κινείται στο 7% για μεικτούς μισθούς της τάξης των 700 ευρώ. Το όφελος για την επιχείρηση είναι 34,1%.
-Η αμοιβή του κράτους δεν έχει πλαφόν προς τα πάνω αλλά έχει πλαφόν προς τα κάτω. Σε περίπτωση που η καθαρή αμοιβή, μετά την αθροιστική συμμετοχή κράτους και εργοδότη, υπολείπεται του καθαρού κατώτατου μισθού των 550 ευρώ όπως αυτός διαμορφώνεται από 1η Ιουνίου μετά και την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η διαφορά αυτή θα καλύπτεται εξ ολοκλήρου από το κράτος.
-Στον μηχανισμό μπορούν να ενταχθούν οι μισθωτοί με σχέση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης κατά την 30η Μαΐου.
-Η μείωση του χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας δεν επιφέρει μετατροπή της σύμβασης εργασίας των εργαζομένων που εντάσσονται στον μηχανισμό, για το χρονικό διάστημα που οι επιχειρήσεις κάνουν χρήση του μέτρου. Οι εργαζόμενοι, δηλαδή, που θα εντάσσονται στο «Συν - Εργασία» θα συνεχίζουν να έχουν σύμβαση πλήρους απασχόλησης, παρόλο που θα απασχολούνται με μειωμένο ωράριο.
-Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλες οι επιχειρήσεις ανεξαρτήτως ΚΑΔ που εμφάνισαν τους μήνες της πανδημίας μείωση τουλάχιστον 20% του κύκλου εργασιών ΦΠΑ ή των ακαθάριστων εσόδων τους εφόσον απαλλάσσονται από ΦΠΑ, σε σύγκριση με πέρσι.
-Οι εργαζόμενοι που θα ενταχθούν στον μηχανισμό προστατεύονται από απόλυση κατά την διάρκεια εφαρμογής του μέτρου. Η απαγόρευση της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας δεν αφορά όλους τους εργαζόμενους της επιχείρησης αλλά μόνο όσους εντάσσονται στον μηχανισμό.
-Ειδικά για το διάστημα από 15 Ιουνίου μέχρι και 31 Ιουλίου, το κράτος θα καταβάλει το 60% των εργοδοτικών-ασφαλιστικών εισφορών των εργαζόμενων για το χρόνο που αυτοί δεν εργάζονται. Η ασφαλιστική κάλυψη του μισθωτού διατηρείται στο 100% του αρχικού ονομαστικού του μισθού. Το σύνολο των εργατικών εισφορών και τμήμα των εργοδοτικών εισφορών καταβάλλει ο εργοδότης. Για παράδειγμα, μεικτός μισθός 1.000 ευρώ έχει σήμερα εργοδοτικές εισφορές 243 ευρώ. Σύμφωνα με το επικρατέστερο σενάριο κι εφόσον ο εργοδότης μειώσει τον χρόνο εργασίας του μισθωτού κατά 50%, το κράτος θα καταβάλλει σε εργοδοτικές εισφορές 73 ευρώ και τα υπόλοιπα 170 ευρώ θα τα καταβάλλει ο εργοδότης, ο οποίος θα πρέπει να καταβάλλει και το 100% των εργατικών εισφορών.
-Στο πλαίσιο του μηχανισμού καταβάλλεται από το κράτος και αναλογία του επιδόματος αδείας και του δώρου Χριστουγέννων, υπολογιζόμενα επί της οικονομικής ενίσχυσης βραχυχρόνιας εργασίας, που ανέρχεται στο 60% των μειωμένων αποδοχών των εργαζομένων.
-Από την ερχόμενη Δευτέρα 15 Ιουνίου το μέτρο του «προσωπικού ασφαλούς λειτουργίας» αντικαθίσταται από τον μηχανισμό της «Συνεργασίας». Επίσης, σύμφωνα με τις εξαγγελίες, στις εποχικές επιχειρήσεις, θα έχουν δικαίωμα συμμετοχής όλοι οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης που θα προσληφθούν, μέχρι τον αριθμό των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που είχαν πέρυσι τον αντίστοιχο μήνα. Δεν δίνεται η δυνατότητα μετατροπής σχέσεως εργασίας από μερική απασχόληση σε πλήρη.