το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με δυο σημερινές αποφάσεις του, έκρινε ότι η πώληση του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ, στην «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ» (ΕΕΣΥΠ), είναι αντισυνταγματική, αλλά λόγω, τόσο της αντισυνταγματικότητας όσο και της σπουδαιότητας του όλου θέματος, οι δύο υποθέσεις παραπέμφθηκαν προς οριστική κρίση στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
Το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ, επικαλούμενο την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ του 2014 (1906/2014 Ολομ. αλλά και άλλες) που είχε κρίνει αντισυνταγματική την μετατροπή της ΕΥΔΑΠ σε ιδιωτική επιχείρηση, έκρινε τώρα με τις δύο σημερινές αποφάσεις του, ότι η πώληση του 50,003% της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ (Θεσσαλονίκη) είναι αντίθετη στα άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, όπως βάσιμα προβάλουν οι κάτοικοι των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, όπως και το Σωματείο των εργαζομένων στην ΕΥΑΘ, που έχουν προσφύγει στο ΣτΕ.
Ειδικότερα, οι προσφεύγοντες κάτοικοι, κλπ, ζητούν να ακυρωθεί, ως αντισυνταγματικό, το νομοθετικό πλαίσιο (4389/2016, κλπ) με το οποίο, μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, μεταβιβάζονται οι μετοχές της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στην ΕΕΣΥΠ. Υποστηρίζουν ότι οι δύο κρατικές εταιρείες ύδρευσης πρέπει να διατηρήσουν το ιδιοκτησιακό και πραγματικό έλεγχο των επιχειρήσεων τους, προκειμένου να αποφευχθούν σημαντικές ανατιμήσεις στη χρήση του νερού και για να διασφαλιστεί η κρατική εγγύηση της ποιοτικής, ασφαλούς, συνεχούς, αδιάλειπτης και καθολικής πρόσβασης σε αυτές.
Αναλυτικότερα, η 7μελής σύνθεση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ, με τις υπ΄ αριθμ. 1223/2020 και 1224/2020 αποφάσεις του (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαρία Καραμανώφ και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Όλγα Παπαδοπούλου), έκριναν ότι είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων κατοίκων, κλπ, ότι οι διατάξεις του άρθρου 191 του ν. 4389/2016, με τις οποίες ανατίθενται εξουσίες στο Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ, παραβιάζουν το άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος.
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας, ομόφωνα έκριναν ότι «ο έλεγχος της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ ΑΕ δύναται να ασκείται όχι μόνο ευθέως από το ελληνικό Δημόσιο, αλλά και εμμέσως από αυτό, δια της παρεμβολής άλλου νομικού προσώπου. Τούτο όμως είναι επιτρεπτό μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το παρεμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο έχει συσταθεί για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, υπόκειται, ως προς τις εξουσίες που διαθέτει σε σχέση με τη διαχείριση της ΕΥΔΑΠ [δια της κατοχής της πλειοψηφίας του μετοχικού της κεφαλαίου], στις ουσιαστικές δεσμεύσεις οι οποίες απορρέουν από το Σύνταγμα σε σχέση με την παρεχόμενη συγκεκριμένη υπηρεσία κοινής ωφέλειας και, επιπροσθέτως, το ελληνικό Δημόσιο, αφενός, κατέχει το μετοχικό του κεφάλαιο και, αφετέρου, ελέγχει πλήρως τα όργανα διοίκησής του, δια του διορισμού, ιδίως, των μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου».
Ακόμη, στις δικαστικές αποφάσεις αναφέρεται ότι ο ν. 4389/2016, όπως ισχύει, διαγράφει εξαιρετικό καθεστώς για τις δημόσιες επιχειρήσεις εν γένει, όπως συνάγεται δε από τις διατάξεις των άρθρων 185 παρ. 2, 197 παρ. 6 και 7 και 201 παρ. 9 του ν. 4389/2016 και τον ν. 4425/2016, σε συνδυασμό με την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, προβλέπονται ειδικότερες δεσμεύσεις για τη διαχείριση της ΕΥΔΑΠ ΑΕ και της ΕΥΑΘ ΑΕ, η οποία δεν επιτρέπεται, να «ιδιωτικοποιηθεί» κατ' ουσίαν.