Το αποτέλεσμα αυτό εξηγείται αφενός από τη μέχρι σήμερα επιτυχή διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και αφετέρου από το γεγονός ότι οι μέχρι στιγμής καταγεγραμμένες επιπτώσεις είναι ήπιες (π.χ. ύφεση μόνο 0,9% το πρώτο τρίμηνο, συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας, κ.ά.) και την προσδοκία για σημαντική ενίσχυση της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, ο Γενικός Δείκτης GRe+1, ο οποίος είναι ο μέσος των Δεικτών Οικονομικής Συγκυρίας και Παραγωγικών Συντελεστών, αυξήθηκε στο 27,5% έναντι 7,3% στο τέλος Μαρτίου 2020. Παραμένει όμως πολύ χαμηλότερος από το μέσο όρο του 2019 πού ήταν 42,5%. Η βελτίωση του δευτέρου τριμήνου οφείλεται και στις δύο συνιστώσες του Γενικού Δείκτη GRe+1. Παρατηρείται όμως ότι ο Δείκτης Οικονομικής Συγκυρίας σημείωσε πολύ μεγαλύτερη αύξηση από αυτήν του Δείκτη Παραγωγικών Συντελεστών: 29,3 έναντι 11,0 ποσοστιαίων μονάδων τρεις μήνες πριν.
Έτσι, οι προσδοκίες των συμβούλων μάνατζμεντ για τις οικονομικές εξελιξεις κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες ανέκαμψαν το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Σε αυτό συνέβαλε και η μικρή μόνο πτώση του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο, η οποία ήταν μόλις 0,9%. Ωστόσο, όπως έχει καταγραφεί στην προηγούμενη έκθεση: «πέραν των υγειονομικών θεμάτων, υπάρχει διάχυτη ανησυχία και αβεβαιότητα για τις επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία.» Πολλά βεβαίως θα εξαρτηθούν από την πορεία του τουρισμού και των εξαγωγών, για τις οποίες η αισοδοξία έχει τονωθεί μεταξύ των συμβούλων μάνατζμεντ.
Στο τέλος του δευτέρου τριμήνου 2020, ο μέσος όρος της διαφοράς μεταξύ των ποσοστών «θετικών» - «αρνητικών» απαντήσεων για τις πέντε μεταβλητές του Δείκτη Οικονομικής Συγκυρίας (ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης, ανεργία, ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, εξαγωγές και ποσοστό μεταβολής του γενικού επιπέδου των τιμών) αυξήθηκε αισθητά: από την αρνητική τιμή -11,0% στο τέλος Μαρτίου 2020 αυξήθηκε σε 18,3%, δηλαδή κατά σχεδόν 30 ποσοστιαίες μονάδες. Η εξέλιξη αυτή μάλιστα προήλθε από τη βελτίωση όλων σχεδόν των συνιστωσών του δείκτη και ιδιαίτερα των προβλέψεων για τη μεγέθυνση της οικονομίας το επόμενο δωδεκάμηνο. Πρέπει όμως να τονισθεί ότι οι προσδοκίες είναι ευμετάβλητες και πιθανόν να επιδεινωθούν, εάν η ύφεση βαθύνει τα επόμενα τρίμηνα και τα λοιπά οικονομικά μεγέθη ακολουθήσουν καθοδική πορεία.
Σημαντική τόνωση της αισιοδοξίας υπήρξε και όσον αφορά τις προσδοκίες για τους συντελεστές της παραγωγής κατά τους επόμενους 12 μήνες. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος της διαφοράς «θετικών» και «αρνητικών» απαντήσεων για τις μεταβλητές του Δείκτη Παραγωγικών Συντελεστών (ανθρώπινο δυναμικό, συνθήκες χρηματοδότησης, δημόσιες υποδομές, επιχειρηματικότητα και θεσμικό πλαίσιο) αυξήθηκε σε 36,6% στο τέλος Ιουνίου 2020, από 25,6% το πρώτο τρίμηνο του 2020. Βελτίωση μάλιστα καταγράφηκε στις τέσσερεις από τις πέντε συνιστώσες του δείκτη, ιδιαίτερα δε στην επιχειρηματικότητα.
Η έρευνα κατέγραψε επίσης και τις απόψεις των συμβούλων για τη διάρκεια της διαφαινόμενης ύφεσης. Η πλειονότητα των συμβούλων, 72,1%, θεωρεί ότι η ελληνική οικονομία θα επανέλθει σε ρυθμούς ανάπτυξης σε ένα έτος τουλάχιστον ή και περισσότερο. Το μερίδιο αυτό είναι επίσης αυξημένο έναντι του τέλους Μαρτίου 2020, όταν ήταν 68,0%. Φαίνεται συνεπώς ότι προσδοκάται ύφεση με μορφή U και όχι V. Υπάρχει όμως και ένα τμήμα συμβούλων, 26,5%, που προβλέπει βραχύτερη, μόλις έξι μηνών, ύφεση.
Εξετάσθηκαν επίσης οι προβλέψεις των συμβούλων για τις προοπτικές ανάκαμψης ορισμένων βασικών κλάδων της οικονομίας. Οι κλάδοι για τους οποίους αναμένεται ταχύτερη επιστροφή στα προ ύφεσης επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας είναι οι τηλεπικοινωνίες και ΜΜΕ, 29,8%, και η βιομηχανία καταναλωτικών προϊόντων, 25,5%. Και οι δύο παράγουν βασικά προϊόντα και υπηρεσίες. Με σημαντικά μικρότερα, αλλά διψήφια ποσοστά ακολουθούν οι χρηματοποικονομικές υπηρεσίες και η ενέργεια. Τέλος, μονοψήφια μερίδια έχουν το εμπόριο και ο τουρισμός.
Καταγράφηκαν ακόμα οι ευκαιρίες που οι σύμβουλοι θεωρούν ότι υπάρχουν ή δημιουργούνται από την υγειονομική κρίση. Με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στο Τμήμα Γ, υπολογίστηκε μία επίδοση για κάθε ευκαιρία. Παρατηρείται ότι δεν καταγράφηκαν μεγάλες διαφορές, όπως είχε διαφανεί και από την έρευνα του προηγουμένου τριμήνου. Οι κατηγορίες που συγκέντρωσαν το υψηλότερο σκορ σχετίζονταν με την ψηφιακή τεχνολογία και το διαδίκτυο. Στις τρεις πρώτες θέσεις ισοβάθμησαν η διεύρυνση του φάσματος των υπησεσιών που το δημόσιο προσφέρει ψηφιακά στους πολίτες, η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις και η απλούστευση των διαδικασιών στον δημόσιο τομέα μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας. Και οι τρεις αυτές ευκαιρίες, εφόσον αξιοποιηθούν, μειώνουν το λειτουργικό κόστος του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα. Ακολουθούν η αξιοποίηση της τηλε-εργασίας, η επέκταση του ηλεκτρονικού εμπορίου και η αποτελεσματικότερη λειτουργία του δημόσιου τομέα.
Τέλος, εξετάστηκαν οι απόψεις των συμβούλων για τα χαρακτηριστικά εκείνα των επιχειρήσεων που συντείνουν στην ταχεία ανάκαμψή τους. Η μεθοδολογία ήταν η ίδια που ακολουθήθηκε στο Τμήμα Γ και στην προηγούμενη ερώτηση. Οι σύμβουλοι θεωρούν ότι το σημαντικότερο είναι η προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων σε μεταβαλλόμενες οικονομικές και άλλες συνθήκες. Ο παράγοντας αυτός είχε σκορ 4,2. Στη δεύτερη και τρίτη θέση ήταν το μέγεθος των μονάδων και η οικονομική τους ευρωστία, η χρήση ψηφιακών μέσων, που συνδέονται με τις δυνατότητες μείωσης του κόστους και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Ακολούθησε η εμπνευσμένη ηγεσία που αυξάνει την ευελιξία, εισάγει καινοτομίες, διαβλέπει και αξιοποιεί ευκαιρίες και συντείνει στην επιχειρηματική ανάπτυξη. Τέλος, στην πέμπτη θέση κατατάσσεται η διεθνής δραστηριότητα, η οποία επιτρέπει στις επιχειρήσεις να μεγενθύνονται και να διαφοροποιούν τις πηγές εσόδων και κερδοφορίας τους.
Η παρούσα, 26η έρευνα πραγματοποιήθηκε από 29-06-2020 έως 16-07-2020 και κατέγραψε τις προσδοκίες και τις απόψεις που διαμορφώθηκαν κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Συλλέχθηκαν 70 απαντήσεις που αντιστοιχεί σε ποσοστό ανταπόκρισης 58,5%.