Η εικόνα προκύπτει ανάγλυφη από στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η ΕΚΤ και φέρουν τις καταθέσεις ευρωπαϊκών νοικοκυριών και επιχειρήσεων να έχουν αυξηθεί κατά 184 δισ. ευρώ μέσα στον Ιούλιο. Από την αρχή του έτους, άλλωστε, το σύνολο των καταθέσεων στις τράπεζες της Ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 10,3% υπερβαίνοντας για πρώτη φορά τα 12 τρισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις επιχειρήσεις, αποταμίευσαν σε βαθμό ρεκόρ από την αρχή του έτους καθώς οι καταθέσεις επιχειρήσεων πλην του χρηματοπιστωτικού τομέα εμφανίζονται τους πρώτους επτά μήνες του χρόνου αυξημένες κατά 20,4%.
Μικρότερη είναι η αύξηση που σημείωσε η αποταμίευση των νοικοκυριών, καθώς περιορίζεται στο 7,4% το ίδιο χρονικό διάστημα. Συνολικά η προσφορά χρήματος στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 10,2% μετά τη ραγδαία αύξηση καταθέσεων αλλά και νομισμάτων σε κυκλοφορία. Πρόκειται για ταχύτατο ρυθμό αύξησης, που δεν έχει καταγραφεί άλλη φορά μέσα στα τελευταία 12 χρόνια, από τη στιγμή δηλαδή που εκδηλώθηκε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Οπως τονίζει σε σχετικό σχόλιό της η εφημερίδα Financial Times, η ραγδαία αυτή αύξηση της αποταμίευσης αντανακλά το άφθονο φθηνό χρήμα που έχουν προσφέρει οι κεντρικές τράπεζες, σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας να μετατραπεί από παγκόσμια ύφεση σε παγκόσμια πιστωτική ασφυξία.
Μολονότι η πανδημία προκάλεσε τους τελευταίους μήνες τη χειρότερη ύφεση της μεταπολεμικής ιστορίας, οι τράπεζες της Ευρωζώνης εξακολούθησαν όλο αυτό το χρονικό διάστημα να δανείζουν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Τα δάνεια στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν κατά 5,3%, καταγράφοντας τον ταχύτερο ρυθμό αύξησης της τελευταίας δεκαετίας. Τα δάνεια προς τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης αυξήθηκαν κατά 3,3% στο σύνολο του έτους, ενώ στις επιχειρήσεις πλην χρηματοπιστωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 6,5%. Παράλληλα, όμως, αυξήθηκε κατά 5,7% και ο δανεισμός προς τις κυβερνήσεις.
Οπως τόνισε η ΕΚΤ, η ετήσια αύξηση του δείκτη προσφοράς χρήματος Μ1, που περιλαμβάνει το χρήμα σε κυκλοφορία και τις καταθέσεις, αυξήθηκε κατά 13,5%. Και βέβαια, ο μεγάλος όγκος φθηνού χρήματος που έχουν προσφέρει αθρόα στην οικονομία κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις έχει προβληματίσει μερίδα επενδυτών και οικονομολόγων, καθώς δυνητικά εγκυμονεί τον κίνδυνο μεγάλης επιτάχυνσης του πληθωρισμού. Τα στοιχεία προδίδουν, πάντως, ότι μετά την εμφάνιση της πανδημίας οι αυξήσεις των τιμών επιβραδύνθηκαν περαιτέρω και στην πλειονότητά τους οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως για αρκετά χρόνια ακόμη και σε περίπτωση ανάκαμψης της οικονομίας ο πληθωρισμός θα παραμείνει σαφώς κάτω από τον στόχο του 2%, που έχει ορίσει η ΕΚΤ ως σταθερότητα των τιμών. Σημειωτέον ότι ο στόχος αυτός παραμένει άπιαστος για την ΕΚΤ εδώ και χρόνια, αφού παρά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ο πληθωρισμός δεν έχει καν πλησιάσει το 2%.
Από τα στοιχεία της ΕΚΤ προκύπτει, πάντως, πως οι επιχειρήσεις ανησυχούν για την εικόνα τους παρά την ανάκαμψη που άρχισε να διαφαίνεται όταν άρχισαν να ανακαλούνται όσοι περιορισμοί και απαγορεύσεις είχαν επιβληθεί για να ανακόψουν τη μετάδοση της πανδημίας. Οπως σχολιάζουν οικονομικοί αναλυτές, η απότομη πτώση που σημείωσε η εμπιστοσύνη των επενδυτών εν τω μέσω της πανδημίας αναμένεται να επιβραδύνει κάπως την ανάκαμψη.
Μερίδα οικονομολόγων βλέπει τις αυξημένες καταθέσεις να κυοφορούν μια εκτίναξη της ζήτησης που θα καταγραφεί όταν θα έχουν αρθεί όλα τα μέτρα κατά του κορωνοϊού. Τη χαρακτηρίζουν μάλιστα μη ηθελημένη αποταμίευση. Αλλη μερίδα οικονομολόγων, αντιθέτως, την ερμηνεύει αποκλειστικά σαν δικλίδα ασφαλείας, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά τα νοικοκυριά που οχυρώθηκαν έναντι ενός αβέβαιου μέλλοντος.