Σημαντικές ανακατατάξεις, οι οποίες αλλάζουν τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς συντελούνται στον χάρτη των ελληνικών εξαγωγών, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού. Η Γαλλία, η Ισπανία και η Ρουμανία κερδίζουν σταδιακά έδαφος, ενώ η Τουρκία και η Μεγάλη Βρετανία υποχωρούν.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), η Γαλλία πέτυχε να αναρριχηθεί στην 5η θέση των κορυφαίων προορισμών για τα ελληνικά προϊόντα, σημειώνοντας εντυπωσιακή άνοδο 36,2% στο πρώτο εξάμηνο του 2020. Πέρα από παραδοσιακός σύμμαχος, ο οποίος αποδεικνύει έμπρακτα τη στήριξή του στη χώρα μας, η Γαλλία κατακτά σταδιακά πρωταγωνιστικό ρόλο στο εξαγωγικό εμπόριο της Ελλάδας. Ψηλότερα αναρριχήθηκε και η Ισπανία, η οποία βρίσκεται πλέον στην 7η θέση από την 9η θέση ενώ και η Ρουμανία εισήλθε στην κορυφαία δεκάδα, καταλαμβάνοντας την 9η θέση. Κατά μια θέση ανέβηκε και η Βουλγαρία παρά την ελαφρά μείωση των εξαγωγών.
Την ίδια ώρα, αλματώδης αύξηση των ελληνικών εξαγωγών καταγράφηκε προς την Πολωνία (αναρριχήθηκε στη 14η θέση από την 21η), προς την Ιαπωνία (βρίσκεται πλέον στην 22η θέση από την 42η) και προς την Νότια Κορέα (στην 30η θέση από 50η), σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2019. Πρόκειται για μια ενθαρρυντική εξέλιξη καθώς αφορά τρεις εξαιρετικά δυναμικές αγορές με τεράστιες προοπτικές και περιθώρια ανάπτυξης. Εξίσου ενθαρρυντική ήταν και η πορεία των ελληνικών προϊόντων στη Γερμανία, η οποία παραμένει ισχυρός πόλος των ελληνικών εξαγωγών, διατηρώντας σταθερά τη δεύτερη θέση πίσω από την Ιταλία, η οποία παρά την πτώση κράτησε την πρωτοκαθεδρία.
Στον αντίποδα, μεγάλη μείωση σημειώθηκε προς την Τουρκία, η οποία υποχώρησε στην 6η θέση των κορυφαίων προορισμών από την 4η που κατείχε το πρώτο εξάμηνο του 2019. Απώλειες δυο θέσεων κατέγραψαν οι ΗΠΑ, οι οποίες περιορίστηκαν στην 8η θέση ενώ και το Ηνωμένο Βασίλειο υποχώρησε στην 10η θέση από την 8η που είχε μέχρι πρότινος. Επιπλέον, σημαντική υποχώρηση εμφανίζεται στην κατάταξη για το Λίβανο (13η θέση από 7η) και για τη Βραζιλία (76η θέση από 38η).
Κλειδί η στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων
Η Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων, Χριστίνα Σακελλαρίδη σχολιάζοντας τα παραπάνω έκανε την εξής δήλωση: «Ραγδαίες αλλαγές στον εξαγωγικό χάρτη των ελληνικών εξαγωγών συντελούνται με φόντο την πανδημία. Οι ανακατατάξεις είναι εντυπωσιακές και δείχνουν τη δυναμική αλλά και τα περιθώρια που εξακολουθούν να έχουν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις ακόμη και μέσα στο γκρίζο τοπίο της υγειονομικής κρίσης. Η σημαντική άνοδος που καταγράφει η Γαλλία και η σταθερά ισχυρή παρουσία της Γερμανίας στους κορυφαίους προορισμούς των ελληνικών εξαγωγών σε συνδυασμό με την ανθεκτικότητα που επιδεικνύουν οι ελληνικές εξαγωγές αποτελούν πηγή αισιοδοξίας για τη συνέχεια.
Είναι εξίσου ενθαρρυντικό το γεγονός πως η εξωστρέφεια και η παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών τίθεται στο επίκεντρο της Πολιτείας, η οποία καλείται να αξιοποιήσει με τον πλέον κατάλληλο και αποτελεσματικό τρόπο τα ευρωπαϊκά κονδύλια που θα εισρεύσουν στη χώρα τα επόμενα χρόνια μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Η στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την τόνωση της εγχώριας παραγωγής αποτελεί μονόδρομο για την οικοδόμηση μιας βιώσιμης οικονομίας.
Έχουμε μια ιστορική ευκαιρία να προχωρήσουμε σε βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν άρδην την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα δημιουργήσουν νέες καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, προς όφελος όλων των πολιτών.
Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση παραμένει ρευστή ενώ η αβεβαιότητα για την πορεία της υγειονομικής κρίσης δεν επιτρέπει κανενός είδους εφησυχασμό. Οι Έλληνες εξαγωγείς παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και προσπαθούν να κρατήσουν ή και να ενισχύσουν τη θέση τους, τροφοδοτώντας απρόσκοπτα τη διεθνή αγορά».
Αύξηση των εξαγωγών εξαιρώντας τα πετρελαιοειδή
Στο μεταξύ, παρά τα τεράστια προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία του κορονοϊού στην παγκόσμια οικονομία η εξαγωγική δραστηριότητα έχει καταφέρει να περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό τις απώλειες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛ-ΣΤΑΤ, οι εξαγωγές κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, μειώθηκαν κατά -2,02 δισ. ευρώ ή κατά -12,2% και διαμορφώθηκαν σε 14,61 δισ. ευρώ από 16,63 δισ. ευρώ, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή ουσιαστικά παραμένουν στα ίδια επίπεδα με το 2019 στα 11,32 δισ. ευρώ από 11,28 δισ. ευρώ, ελάχιστα αυξημένες δηλαδή κατά 50,4 εκατ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός, ότι η μεγάλη υποχώρηση της αξίας των εξαγωγών (αλλά και των εισαγωγών κατ’ αντιστοιχία) των πετρελαιοειδών, οφείλεται στην πολύ μεγάλη πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, λόγω της μεγάλης μείωσης της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου, ως συνέπεια της πανδημίας. Την ίδια ώρα, συμβάλλουν σημαντικά στις αντοχές που επιδεικνύουν οι ελληνικές εξαγωγές, οι αυξήσεις των αποστολών των αγροτικών προϊόντων, που κυρίως κατευθύνονται προς χώρες της Ε.Ε. αλλά και αυτές των χημικών προϊόντων, που επίσης κατευθύνονται κυρίως προς χώρες της Ε.Ε. και προς ορισμένες από τις Τρίτες Χώρες (για παράδειγμα σε Τουρκία, ΗΑΕ, Αυστραλία κ.ά.).
Οι εισαγωγές στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου 2020 μειώθηκαν κατά 4,22 δισ. ευρώ ή κατά -15,5%, με τη συνολική τους αξία να διαμορφώνεται στα 22,98 δισ. ευρώ έναντι 27,19 δισ. ευρώ κατά το αντίστοιχο εξάμηνο του 2019. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές μειώθηκαν στα 18,06 δισ. ευρώ από 19,52 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 1,45 δισ. ευρώ ή κατά -7,4%.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω κινήσεων, το εμπορικό έλλειμμα υποχώρησε το πρώτο εξάμηνο του 2020 κατά 2,19 δισ. ευρώ ή κατά -20,8%, στα 8,37 δισ. ευρώ από 10,56 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2019. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε στα 6,74 δισ. ευρώ από 8,25 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 1,5 δισ. ευρώ, ή κατά 18,2%.
Ως προς τους προορισμούς των ελληνικών εξαγωγών ανά οικονομική ένωση, σημειώνεται μείωση κατά -2,4% προς την Ε.Ε., οι αποστολές προς τις 18 χώρες της Ευρωζώνης, μειώθηκαν κατά -4,4%, ενώ πτωτικά κινήθηκαν και οι εξαγωγές προς τις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά -5% και προς τις χώρες του G7 κατά -1,3%. Οι εξαγωγές προς τις αναδυόμενες BRICS μειώθηκαν σημαντικά κατά -29%, όπως και προς τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του OPEC κατά -36,1%. Προς τις χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου η συρρίκνωση ήταν της τάξεως του -46,1%.