Η έκθεση επιφυλάσσει θετικές αναφορές για τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπισε την πανδημία του κορωνοϊού, ωστόσο διαπιστώνει καθυστερήσεις σε μεταρρυθμίσεις που είχαν ήδη ξεκινήσει προ της υγειονομικής κρίσης και έχουν να κάνουν με τον χρηματοπιστωτικό τομέα, την εκκαθάριση των οφειλών του Δημοσίου, τη φορολογική διοίκηση, την υγειονομική περίθαλψη, το κτηματολόγιο και την ατζέντα των ιδιωτικοποιήσεων.
Οι θεσμοί αναγνωρίζουν πως μέχρι σήμερα η ελληνική κυβέρνηση έχει καταφέρει να συγκρατήσει την εξάπλωση του κορωνοϊού και να θεσπίσει μεγάλο αριθμό μέτρων για τον περιορισμό του κοινωνικοοικονομικού κόστους, ωστόσο ξεκαθαρίζουν πως η πανδημία θα επηρεάσει σημαντικά την ελληνική οικονομία.
«Συνολικά, η οικονομική δραστηριότητα το 2020 αναμένεται να παραμείνει πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2019 και να ανακάμψει πλήρως μόλις το 2022, με μερική ανάκαμψη το 2021, με το ΑΕΠ να υποχωρεί κατά 9% το 2020 και να αυξάνεται κατά 6% το 2021», σημειώνεται στην έκθεση.
Δημοσιονομικές προκλήσεις
Στο δημοσιονομικό πεδίο οι θεσμοί αναφέρουν πως οι ελληνικές αρχές έχουν κινητοποιήσει ένα όγκο μέτρων στήριξης και έχουν αντιδράσει άμεσα στις εξελίξεις της πανδημίας, μέσω κλιμάκωσης ή τροποποίησης των ήδη εφαρμοζόμενων μέτρων.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι δημοσιονομικές προοπτικές για το 2020 έχουν επιδεινωθεί σε σχέση με την έκτη αξιολόγηση των θεσμών και πλέον το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού αναμένεται στο 5,8% του ΑΕΠ χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πληρωμές για τα αναδρομικά των συνταξιούχων, οι οποίες κατά τους θεσμούς θα ανέλθουν στο 0,8% του ΑΕΠ. Ακόμη, αναφέρεται πως υπάρχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου που κινούνται σε υψηλότερα από τα αναμενόμενα επίπεδα (σε 1,5 δισ. ευρώ, δηλαδή 667 εκατ. ευρώ πάνω από τους στόχους).
Ωστόσο, στην έκθεση υπογραμμίζεται πως οι ευνοϊκοί όροι χρηματοδότησης της Ελλάδος και τα μεγάλα ταμειακά αποθέματα που διαθέτει της παρέχουν προστασία, για την απορρόφηση των σημαντικών χρηματοδοτικών κινδύνων που απορρέουν από την πανδημία.
«Η διατήρηση ενός επαρκούς ταμειακού μαξιλαριού, μαζί με την εκπόνηση μιας στρατηγικής ανάπτυξης, θα είναι καθοριστικής σημασίας για την υποστήριξη του επενδυτικού αισθήματος», σημειώνεται στην έκθεση. Διευκρινίζεται δε πως η πλευρά των θεσμών θα προχωρήσει σε αναθεώρηση των δημοσιονομικών προβλέψεων στο πλαίσιο της αξιολόγησης του σχεδίου προϋπολογισμού του 2021. Να σημειωθεί πως η έβδομη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας δεν εμπεριέχει αναφορές σχετικές με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και πως η σχετική ανάλυση θα περιληφθεί στην όγδοη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που αναμένεται να δημοσιευθεί τον Νοέμβριο.
Σε σχέση με την ανεργία, η έκθεση των θεσμών προβλέπει πως το μέσο ετήσιο ποσοστό της ανεργίας αναμένεται να αυξηθεί σχεδόν στο 20% το 2020 και να μειωθεί σταδιακά από το 2021. «Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ και η οικονομία της ενδέχεται να επηρεαστεί περισσότερο από την πανδημία σε σχέση με άλλα κράτη μέλη, λόγω του μεγάλου τουριστικού τομέα και, γενικότερα, του μεγάλου μεριδίου των υπηρεσιών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην οικονομία», σημειώνεται σχετικά. Στο πλαίσιο αυτό υπογραμμίζεται πως η Κομισιόν εξ ονόματος της ΕΕ θα παράσχει στήριξη 2,7 δισ. ευρώ. στην Ελλάδα για τον περιορισμό της ανεργίας μέσω του προγράμματος SURE.
Ανησυχία για τις τράπεζες
Για τον τραπεζικό τομέα, αν και οι θεσμοί επικροτούν ξεκάθαρα τις αλλαγές στον Πτωχευτικό Κώδικα, εμφανίζονται εξαιρετικά ανήσυχοι για την εξέλιξη των «κόκκινων» δανείων.
Όπως αναφέρουν, τα μέτρα αναστολής των δανείων που τέθηκαν σε εφαρμογή, σε συνδυασμό με την ευελιξία που δόθηκε στις τράπεζες από τον SSΜ, θα έχουν ως αποτέλεσμα ο αντίκτυπος της πανδημίας στους ισολογισμούς των τραπεζών να είναι περιορισμένος εφέτος.
Κατά τους θεσμούς περισσότερο από το 10% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών έχει επωφεληθεί από το μορατόριουμ, το οποίο ισχύει επί του παρόντος έως τις 31 Δεκεμβρίου, κάτι που σημαίνει πως η πλήρης αποτύπωση των αναγκών των τραπεζών για νέες προβλέψεις θα γίνει το 2021.
«Οι αυξημένες προβλέψεις μπορούν να ασκήσουν πίεση στις ήδη χαμηλές προοπτικές κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών. Η χαμηλή κερδοφορία σε συνδυασμό με το κόστος των επικείμενων τιτλοποιήσεων ενδέχεται να δημιουργήσουν προκλήσεις για την κεφαλαιακή θέση των τραπεζών στο εγγύς μέλλον», σημειώνουν οι θεσμοί, προσθέτοντάς πως η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών παραμένει χαμηλή, λόγω του υψηλού ποσού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
Πίσω οι ιδιωτικοποιήσεις
Οι θεσμοί κάνουν και μια καταγραφή της προόδου στο μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων, αναγνωρίζοντάς πως η πανδημία αναγκαστικά οδηγεί το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων σε καθυστερήσεις.
Για το Ελληνικό αναφέρουν πως το κλείσιμο της συναλλαγής εκκρεμεί, λόγω νομικών υποθέσεων που σχετίζονται με τη διαδικασία υποβολής προσφορών για την άδεια του καζίνο. Για την παραχώρηση της Μαρίνας Άλιμου αναφέρεται πως το ΤΑΙΠΕΔ παρέτεινε έως τις 30 Οκτωβρίου 2020 τις διαδικασίες για την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Για τα ΕΛΠΕ σημειώνεται πως το ΤΑΙΠΕΔ έκρινε σκόπιμο να καθυστερήσει περαιτέρω την έναρξη της ιδιωτικοποίησης. Για την πώληση του 30% του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών σημειώνεται πως η υποβολή δεσμευτικών προσφορών καθυστέρησε λόγω της πανδημίας και πως η διαδικασία πάει πλέον για το 2021.
Αναφορικά με τη ΔΕΠΑ σημειώνεται πως το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΑΙΠΕΔ αποφάσισε να προχωρήσει η δεσμευτική φάση προσφορών και για τις δύο συναλλαγές (ΔΕΠΑ Εμπορίας και ΔΕΠΑ Υποδομών). Για την Εγνατία σημειώνεται πως η ιδιωτικοποίηση συνεχίστηκε, αν και με μικτή πρόοδο. Μερικά εκ των ανοιχτών ζητημάτων έχουν επιλυθεί, ωστόσο έχει σημειωθεί πολύ περιορισμένη πρόοδος τους τελευταίους τρεις μήνες στην ολοκλήρωση της κατασκευής των διοδίων και των απαιτούμενων έργων, έτσι ώστε οι υπόλοιπες 14 σήραγγες να μπορούν να έχουν άδεια. Τέλος, αναφορικά με τα περιφερειακά λιμάνια σημειώνεται πως το ΤΑΙΠΕΔ αποφάσισε τον Ιούνιο να προχωρήσει στη διαδικασία υποβολής προσφορών για τα λιμάνια Αλεξανδρούπολης, Ηγουμενίτσας και Καβάλας.
Πηγή: cnn.gr