Την παραμονή της Ελλάδας σε ύφεση για όλο το 2020 προβλέπει το ΚΕΠΕ που δημοσιοποίησε σήμερα τις προβλέψεις για τις βραχυπρόθεσμες εξελίξεις του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το σύνολο του 2020 προβλέπεται στο -7,8% και ο μέσος ρυθμός μεταβολής για το δεύτερο εξάμηνο του 2020 εκτιμάται στο -7,7%.
Ανά τρίμηνο αναφέρει πως η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών στην Ελλάδα, εξαιτίας του σοκ της πανδημίας του Covid-19, αντικατοπτρίζεται επίσης στους εκτιμώμενους αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής. Για το τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2020 (ως προς τα αντίστοιχα τρίμηνα του προηγούμενου έτους) η πτώση προβλέπεται στο -6,9% και -8,4%, αντίστοιχα.
Πιο αναλυτικά, αναφέρεται πως σημαντική πτώση κατέγραψαν όλες οι κύριες συνιστώσες του ΑΕΠ, ενώ δυσμενείς ήταν οι εξελίξεις στη βιομηχανία, το λιανικό και χονδρικό εμπόριο, την αγορά των ΙΧ και το Χρηματιστήριο. Ιδιαίτερα αρνητική υπήρξε η εξέλιξη του ισοζυγίου υπηρεσιών ως προς το σκέλος των εισπράξεων, όπου οι ταξιδιωτικές εισπράξεις σημείωσαν κατακόρυφη πτώση. Και ο κατασκευαστικός κλάδος υπέστη σοβαρό πλήγμα από τις επιπτώσεις της πανδημίας και των συνδεόμενων μέτρων που ελήφθησαν.
Το ΚΕΠΕ αναφέρει ότι: "η σημαντική διαταραχή που έπληξε (και εξακολουθεί να πλήττει) την ελληνική οικονομία επηρέασε σημαντικά τις προσδοκίες και εκτιμήσεις των συμμετεχόντων στην οικονομική δραστηριότητα για την πορεία της οικονομίας (αναφορικά με τη βιομηχανία, τις εξαγωγές και την πορεία σε επιμέρους κλάδους της οικονομίας), οι οποίες σημείωσαν ραγδαία επιδείνωση.
Αντιστοίχως δυσμενής υπήρξε η πορεία του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος για την Ελλάδα, αλλά κυρίως του συνολικού δείκτη για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεταξύ των πολύ περιορισμένων θετικών εξελίξεων κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 συγκαταλέγεται η μικρή βελτίωση σε όρους ορισμένων από τους υποκείμενους δείκτες ανταγωνιστικότητας, καθώς και η πτώση της διαφοράς των επιτοκίων (spread, μεταξύ ελληνικού και γερμανικού 10ετούς ομολόγου), σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, παρά το γεγονός ότι μεταξύ συνεχόμενων τριμήνων (q-o-q) καταγράφηκε αύξηση για δεύτερη συνεχόμενη περίοδο.
Μεγάλη βαρύτητα δίδεται στις εξελίξεις στην εγχώρια αγορά εργασίας, όπου για πρώτη φορά μετά από μια μακρά περίοδο αύξησης, το σύνολο των απασχολουμένων κατέγραψε πτώση στο δεύτερο τρίμηνο του 2020. Αντίθετα, τα στοιχεία της ανεργίας σε επίπεδο συνολικών, μακροχρόνια και νέων ανέργων για το εν λόγω τρίμηνο δεν αντανακλούν προσωρινά κάποια δυσμενή εξέλιξη, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019.
Τονίζεται, εντούτοις, ότι οι συνθήκες στην αγορά εργασίας παραμένουν δύσκολες, δεδομένου του υψηλού ποσοστού ανεργίας, ενώ έχουν επηρεαστεί επιπλέον σημαντικά από τα μέτρα που ελήφθησαν για την προστασία της δημόσιας υγείας και την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Γίνεται λόγος για "έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, ο οποίος συνδέεται με την αδυναμία πρόβλεψης του βαθμού εξάπλωσης, της έντασης και της διάρκειας της πανδημίας τους επόμενους μήνες σε εγχώριο αλλά και διεθνές επίπεδο"
Αναφέρεται πως "η χώρα παραμένει ευάλωτη στην προκαλούμενη διαταραχή, κυρίως εξαιτίας της εξάρτησής της από την εξωτερική ζήτηση και του υψηλού μεριδίου της οικονομικής δραστηριότητας σε κλάδους (τουρισμός και μεταφορές) που πλήττονται εντονότερα από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Γενικότερα, η όποια δυσμενέστερη ή ευνοϊκότερη από την προβλεπόμενη εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ το 2020 είναι σαφώς συνυφασμένη με την εξέλιξη της πανδημίας, αλλά και με μια σειρά παραγόντων όπως: η δυναμική της ζήτησης και της προσφοράς, η εξαγωγική επίδοση της Ελλάδας, οι επενδυτικές και αποταμιευτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, τα μεγέθη της απασχόλησης και της ανεργίας και κατ’ επέκταση τα εισοδήματα, καθώς και οι χρηματοοικονομικές συνθήκες και τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Ταυτόχρονα, είναι συνάρτηση των αντισταθμιστικών επιδράσεων των οικονομικών μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και θα ληφθούν στο προσεχές χρονικό διάστημα σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο".