Χαμένη θεωρείται η εφετινή τουριστική χρονιά για τον κλάδο των μικρών τουριστικών καταλυμάτων, που έληξε άδοξα και νωρίτερα του αναμενόμενου, με όσα από τα καταλύματα εν τέλει λειτούργησαν να οδηγούνται σε πρόωρο κλείσιμο, εξαιτίας των ανύπαρκτων κρατήσεων.
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες-αγορές τουρισμού για την Ελλάδα, εν μέσω καλοκαιριού, «ψαλίδισε» τις προσδοκίες των επιχειρηματιών του κλάδου, για τους οποίους η παύση της δραστηριότητάς τους -για ορισμένους στα τέλη Αυγούστου και για την πλειοψηφία νωρίς μέσα στον Σεπτέμβρη- ήταν μονόδρομος.
Με τις πληρότητες να μην υπερβαίνουν το 25% και τα έσοδα να είναι κυριολεκτικά στο ναδίρ, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα, που είναι διάχυτη για την επόμενη χρονιά, ο κίνδυνος να μπουν λουκέτα σε έναν σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων του κλάδου γίνεται όλο και πιο ορατός.
Στο γκρίζο τοπίο που διαμορφώνεται για τις επιχειρήσεις των μικρών τουριστικών καταλυμάτων προστίθεται η έλλειψη ρευστότητας, αφού τόσο για το πρόγραμμα εγγυοδοσίας, όσο και για εκείνο του Ταμείου Επιχειρηματικότητας-ΤΕΠΙΧ, οι τράπεζες καθυστερούν την εκταμίευση των χρημάτων εδώ και μήνες.
Την ίδια στιγμή που ο κλάδος έχει «στραγγίξει» από ρευστότητα, οι επιταγές «τρέχουν», επιδεινώνοντας τη δυσκολία επιβίωσης των επιχειρήσεων. Σε λίγες ημέρες, μάλιστα, που λήγει και το διάστημα της παράτασης που είχε δοθεί, πολλές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να βρεθούν στον Τειρεσία.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, «άνθρακας» αποδεικνύεται και η τρίτη φάση της επιστρεπτέας προκαταβολής για τα μικρά τουριστικά καταλύματα, αφού τα ποσά που προβλέπονται δεν ανταποκρίνονται ούτε στα λειτουργικά κόστη ενός μήνα.
«Στεγνές» από ρευστό και αντιμέτωπες με μια σειρά προβλημάτων, η επιστροφή σε μια κάποια κανονικότητα για τις επιχειρήσεις μικρών τουριστικών καταλυμάτων μοιάζει, δυστυχώς, με μακρινό όνειρο.