Κατάργηση του 8ωρου, χαμηλούς μισθούς, υψηλή και αυξανόμενη ανεργία και επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων είναι τα συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την Οικονομία και την κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά εργασίας εν μέσω της υγειονομικής κρίσης που έχει «χτυπήσει» την χώρα μας από τον προηγούμενο Μάρτιο.
Σύμφωνα με τα ευρύματα της έρευνας μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου η έξοδος από το εργατικό δυναμικό κυμάνθηκε μεταξύ 100.000-180.000 ατόμων σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019. Πρόκειται κυρίως για εργαζομένους που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και λαμβάνουν εισόδημα λιγότερο από το 50% του μισθού τους, και ο κίνδυνος φτωχοποίησης αυτών των ατόμων είναι ιδιαίτερα υψηλός.
Επίσης, το κόστος απώλειας εργασίας είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα, αφού ύστερα από δύο χρόνια ανεργίας ο άνεργος έχει απωλέσει το 47% του εισοδήματός του. Το αποτέλεσμα αυτό κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρωζώνη.
Κατάργηση 8ωρου
Σύμφωνα με την έκθεση το β' τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των ατόμων που εργαζόταν υπερωριακά μειώθηκε σε 55%, ενώ το 19% εργαζόταν παραπάνω από 48 ώρες την εβδομάδα.
Η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει την εικόνα μιας αγοράς εργασίας όπου έχουν ανατραπεί θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα και έχει επιβληθεί de facto κατάργηση του οκταώρου και ρευστοποίηση του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας. Η επικράτηση κλίματος επισφάλειας και αβεβαιότητας δεν είναι ένδειξη οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Η θεσμοθέτηση αυτής της de facto κατάργησης του οκταώρου, και μάλιστα σε βάρος της αμοιβής του εργαζομένου και σε όφελος της περαιτέρω ελαστικοποίησης του χρόνου εργασίας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, θα είναι μια πολύ σοβαρή εξέλιξη κοινωνικής οπισθοδρόμησης.
Πως διαμορφώνονται οι μισθοί
Το β' τρίμηνο του 2020 ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε κατά περίπου 10% σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019.
Στο ίδιο διάστημα το ποσοστό των απασχολουμένων που λάμβανε από 0 έως 200 ευρώ αυξήθηκε από 1% σε περίπου 12%. Το ποσοστό των ατόμων που λάμβανε από 400 έως 600 ευρώ μειώθηκε από 16,3% σε 12,3%, ενώ το β' τρίμηνο του 2020 το 72,9% των απασχολουμένων είχε αποδοχές λιγότερες των 1.000 ευρώ.
Όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία της έκθεσης παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019, το ύψος του βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και απέχει σημαντικά από το ύψος ενός μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Το στοιχείο αυτό λαμβάνει βαρύνουσα διάσταση αν αναλογιστεί κανείς ότι το 31% των απασχολουμένων το β' τρίμηνο του 2020 έλαβαν αποδοχές μικρότερες του κατώτατου μισθού.
Οι επιστημονικοί συνεργάτες του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ προτείνουν ο κατώτατος μισθός να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει ενός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος το οποίο θα πρέπει να συμφωνηθεί από τους κοινωνικούς εταίρους. Όπως τονίζουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μια τέτοια θεσμική παρέμβαση θα συμβάλει καθοριστικά στη μετάβαση της χώρας σε ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης.
Περιορισμούς στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής
Την ίδια ώρα, εκτιμάται ότι παρά την αναστολή των δημοσιονομικών περιορισμών το 2020 και το 2021, η συνέχιση της υγειονομικής κρίσης και του υφεσιακού της αντίκτυπου ‒σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αστάθεια στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον της χώρας‒ δημιουργεί σημαντικούς περιορισμούς και προκλήσεις στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Το συνολικό έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί φέτος στο 8,6% του ΑΕΠ (έναντι πλεονάσματος 1,5% του ΑΕΠ το 2019), ενώ το πρωτογενές έλλειμμα στο 5,7% του ΑΕΠ (έναντι πλεονάσματος 4,4% του ΑΕΠ το 2019). Όπως αναφέρουν, η εξέλιξη αυτή θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική συνοχή του ελληνικού Δημοσίου, τερματίζοντας μια περίοδο τεσσάρων ετών διατήρησης της χώρας σε κατάσταση δημοσιονομικής φερεγγυότητας.
Μειώθηκε η κατανάλωση
Παράλληλα, το β' τρίμηνο του 2020 το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 15,2%. Τη μεγαλύτερη μείωση υπέστησαν η κατανάλωση και οι εξαγωγές, ενώ μικρότερη ήταν η μείωση των επενδύσεων, οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν την «αχίλλειο πτέρνα» της ελληνικής οικονομίας.
Τα νοικοκυριά, που ουσιαστικά στηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα, καθώς διατηρούν σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιό τους, βρίσκονται σε δεινή χρηματοοικονομική θέση με σημαντικές επιπτώσεις στις καταναλωτικές και χρηματοοικονομικές αποφάσεις τους.
Ενδεικτικό είναι ότι το β' τρίμηνο του 2020 η ιδιωτική κατανάλωση ήταν ίση με 28,8 δισ. ευρώ όταν το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 ήταν ίση με 32,6 δισ. ευρώ. Εκτιμάται επίσης ότι η διαχείριση της πανδημικής κρίσης με παρεμβάσεις που μειώνουν την απασχόληση και τις αμοιβές αναμένεται να επιδεινώσει περαιτέρω την ήδη εύθραυστη κατάσταση και το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών.
Γι΄αυτό και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων τονίζουν ότι οι όποιες αναπτυξιακές παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις λάβουν χώρα στο πλαίσιο της εξόδου της χώρας από την τρέχουσα κρίση οφείλουν να διασφαλίσουν τη συνοχή μεταξύ οικονομίας και κοινωνίας, η οποία εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από την υποστήριξη του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, των ανέργων και των αδύναμων νοικοκυριών.