Την υιοθέτηση μέτρων για την ενίσχυση της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής (ΗΜΠ) προκειμένου να περιοριστεί η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία προτείνει το ΙΟΒΕ, στο πλαίσιο των προσπαθειών που καταβάλλει η χώρα για εξορθολογισμό των δημόσιων οικονομικών της και επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά.
Επικαλούμενο στοιχεία από άλλες χώρες, το Ινστιτούτο επισημαίνει ότι η αυξημένη χρήση ΗΜΠ βελτιώνει τη διαφάνεια στην οικονομία, καθώς οι συναλλαγές μέσω των ΗΜΠ καταγράφονται στα συστήματα των τραπεζικών ιδρυμάτων, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα απόκρυψης φορολογητέας ύλης.
Παράλληλα, τονίζει ότι η υιοθέτηση των ΗΜΠ σε μεγάλη κλίμακα συμβάλλει στη μείωση του κόστους των υπηρεσιών διαμεσολάβησης, προωθεί την ανάπτυξη νέων υπηρεσιών, βελτιώνει την αποτελεσματικότητα του συστήματος εμπορικών συναλλαγών, εντατικοποιεί τον ανταγωνισμό σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και εν τέλει αυξάνει την κατανάλωση και την οικονομική δραστηριότητα.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει, η παραοικονομία τροφοδοτείται από την ελλιπή καταγραφή των πωλήσεων και την αδήλωτη εργασία. Ωστόσο, ένα από τα διαθέσιμα μέσα για τον περιορισμό της παραοικονομίας είναι και η χρήση ηλεκτρονικών μέσων για την πραγματοποίηση συναλλαγών. Η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής (ΗΜΠ) συνεπάγεται ότι η συναλλαγή καταγράφεται στα τραπεζικά πληροφορικά συστήματα, διευκολύνοντας τον φορολογικό έλεγχο των συναλλαγών και των εισοδημάτων.
Σύμφωνα όμως με το ΙΟΒΕ, η χρήση ΗΜΠ υστερεί σημαντικά στη χώρα μας σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά την αύξηση που έχει σημειωθεί από το 2001, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταλαμβάνει πολύ χαμηλές θέσεις στις σχετικές κατατάξεις. Με βάση την αξία συναλλαγών με ΗΜΠ ανά κάτοικο το 2013, η Ελλάδα βρισκόταν υψηλότερα μόνο από την Κροατία και τη Βουλγαρία, ενώ σε όρους αριθμού συναλλαγών ανά κάτοικο, η Ελλάδα κατείχε την τελευταία θέση στην κατάταξη.
Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους παρατηρείται η υστέρηση στη χρήση των ΗΜΠ στην Ελλάδα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, φαίνεται να εντοπίζονται στη δυσπιστία των καταναλωτών όσον αφορά την ασφάλεια των πληρωμών και γενικότερα των ηλεκτρονικών συστημάτων, καθώς και στην κατακερματισμένη δομή του λιανικού εμπορίου και της επιχειρηματικότητας εν γένει. Η οικονομική κρίση και η σχετικά χαμηλή διείσδυση ευρυζωνικών συνδέσεων υψηλής ταχύτητας επίσης δρουν ανασταλτικά σε περαιτέρω αύξηση της χρήσης των ΗΜΠ.
Η συνδυαστική επίδραση αυτών των εμποδίων αποτρέπει τη συσσώρευση ικανής μάζας συναλλαγών, για να απελευθερωθούν οι θετικές συνέπειες των δικτυακών επιδράσεων (network effects) που χαρακτηρίζουν αγαθά όπως τα ΗΜΠ και να γίνει η πληρωμή με ΗΜΠ καθημερινή συνήθεια των καταναλωτών, αναφέρει το Ινστιτούτο.
Τι δείχνει η διεθνής εμπειρία
Όπως σημειώνει το ΙΟΒΕ, εκτιμάται ότι η αυξημένη χρήση καρτών πληρωμής έχει οδηγήσει σε υψηλότερους ρυθμούς αύξησης του πραγματικού παγκόσμιου ΑΕΠ την περίοδο 2003-2008 κατά περίπου 0,2 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως.
Επιπλέον, το Ινστιτούτο τονίζει ότι αρκετές χώρες με δημοσιονομικά προβλήματα (όπως οι Νότια Κορέα, Ιταλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη κ.ά.), αναγνωρίζοντας τη σημασία των ΗΜΠ για τον περιορισμό της παραοικονομίας αλλά και την ανάγκη για ειδική επέμβαση λόγω των δικτυακών επιδράσεων, ειδικά στα αρχικά στάδια διείσδυσης των ΗΜΠ, έχουν θεσπίσει κίνητρα ή/και διοικητικά μέτρα για την ενίσχυση της χρήσης των ΗΜΠ.
Αυτά τα κίνητρα περιλαμβάνουν εκπτώσεις στην αξία συναλλαγών όταν μια συναλλαγή πραγματοποιείται με ΗΜΠ, εκπτώσεις στους φόρους εισοδήματος όταν τα νοικοκυριά αλλά και οι επιχειρήσεις επιτυγχάνουν στόχους για ποσοστό διείσδυσης των ΗΜΠ στις συναλλαγές τους και λοταρίες για συναλλαγές με ΗΜΠ. Τα κίνητρα συνοδεύονται συχνά και με διοικητικά μέτρα, όπως υποχρέωση αποδοχής ΗΜΠ και απαγόρευση της χρήσης μετρητών για συναλλαγές μεγαλύτερης αξίας.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, η θέσπιση μιας σειράς μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση στη Νότια Κορέα οδήγησε σε αύξηση του μεριδίου των καρτών πληρωμής σε πάνω από 65% της ιδιωτικής κατανάλωσης το 2010, από 14,7% το 1999. Την αντίστοιχη περίοδο, οι συνολικές εισπράξεις από τον φόρο εισοδήματος στη χώρα αυξάνονταν κατά 13,6% ετησίως, ξεπερνώντας σημαντικά τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ (6,5% κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2009).
Επομένως, η εμπειρία της Νότιας Κορέας προσφέρει ενδείξεις για τη συμβολή των ηλεκτρονικών συναλλαγών με τη μείωση της φοροδιαφυγής. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι η υστέρηση στην είσπραξη ΦΠΑ συσχετίζεται αρνητικά με τη χρήση ΗΜΠ.
Επιπλέον, τονίζει ότι με βάση τα στοιχεία οι χώρες με χαμηλό αριθμό συναλλαγών με ΗΜΠ ανά κάτοικο τείνουν να έχουν και υψηλότερο συντελεστή υστέρησης εσόδων από ΦΠΑ (συντελεστής συσχέτισης ρ=-0,57).
Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, βάσει των στοιχείων αυτών η χώρα μας κατέχει την τρίτη υψηλότερη θέση με βάση το ποσοστό υστέρησης των εσόδων από ΦΠΑ (VAT gap), ανάμεσα σε 26 χώρες-μέλη της Ε.Ε. με διαθέσιμα στοιχεία, με 39%, πίσω από τη Ρουμανία με 48% και τη Λετονία με 41%. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά και στον βαθμό διείσδυσης των ΗΜΠ.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, με τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων που θεσπίστηκαν πρόσφατα, σε συνδυασμό με την τραπεζική αργία, φαίνεται να έχει αυξηθεί σημαντικά η έκδοση και η χρήση καρτών πληρωμής στην Ελλάδα. Ωστόσο, το Ινστιτούτο εκφράζει τον φόβο ότι με τη σταδιακή άρση των περιορισμών είναι πολύ πιθανή η υπαναχώρηση σε χαμηλό επίπεδο χρήσης ΗΜΠ.
Επομένως, καταλήγει, απαιτείται ενεργή ρυθμιστική παρέμβαση, με κοστολογημένα και προσεχτικά σχεδιασμένα μέτρα πολιτικής, έτσι ώστε η αύξηση της χρήσης ΗΜΠ να διατηρηθεί και εν τέλει να οδηγήσει σε σημαντικό και διατηρήσιμο περιορισμό της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα.