Το βασικό συμπέρασμα της έκθεσης είναι πως «παρά τις αντίξοες συνθήκες που προκαλούνται από την πανδημία, η Ελλάδα έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να επιτύχει τις δεσμεύσεις της. Τα άνευ προηγουμένου γεγονότα οδήγησαν σε απότομη οικονομική ύφεση και σε «πάγωμα» ορισμένων μεταρρυθμίσεων κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, εξαιτίας της ανάγκης αντιμετώπισης πιο άμεσων προτεραιοτήτων.
Παρ' όλα αυτά, οι αρχές κατάφεραν να ξαναπιάσουν το νήμα για την υλοποίηση των δεσμεύσεων προχωρώντας στην υλοποίησή τους τελευταίους μήνες». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι κίτρινες κάρτες για καθυστερήσεις στις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης από τις πρώτες γραμμές της 7ης έκθεσης έχουν μεταφερθεί στις πίσω σελίδες της 8ης, όπου αποκαλύπτεται μια ακόμα μετάθεση για το στόχο μηδενισμού του στοκ, στο τέλος του 2021 αντί για τα μέσα του επομένου έτους.
Οι θεσμοί, στις πρώτες γραμμές της έκθεσης, οι θεσμοί αποδίδουν μεγάλη σημασία στην ψήφιση του νέου πτωχευτικού κώδικα και την επικείμενη εφαρμογή ενιαίου μισθολογίου στην ΑΑΔΕ, αλλά και στην επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, ενώ αξιολογούν θετικά το νέο χρονοδιάγραμμα για το κλείσιμο των εκκρεμοτήτων με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της προσαρμογής των αντικειμενικών αξιών.
Όπως είναι γνωστό, λόγω της πανδημίας, ο στόχος για επέκταση του συστήματος με ένταξη νέων περιοχών και η αναπροσαρμογή των τιμών ζώνης δεν καλύφθηκε στα μέσα του 2020 και μεταφέρθηκε για το 2021. Το νέο χρονοδιάγραμμα ορίζει ολοκλήρωση της άσκησης τον Μάρτιο του 2021 «εγκαίρως για τον υπολογισμό του φόρου ακινήτων τον Αύγουστο του 2021».
Στο μακροοικονομικό πεδίο, οι προβλέψεις της Κομισιόν (ύφεση 9% φέτος και ανάκαμψη 5% το 2021) οι οποίες ενσωματώνονται στην έκθεση είναι ήδη ξεπερασμένες. Με δηλώσεις τους τόσο ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας όσο και ο αναπληρωτής Θεόδωρος Σκυλακάκης έχουν προδιαγράψει ύφεση άνω του 10% φέτος, εκτίμηση η οποία θα αποτυπωθεί στον προϋπολογισμό του 2021 ο οποίος κατατίθεται την Παρασκευή στη Βουλή.
Στα δημοσιονομικά, η έκθεση αποκαλύπτει το στόχο πρωτογενούς ελλείμματος στον προϋπολογισμό του 2021, στο 1,1% του ΑΕΠ, έναντι διαφορετικής εκτίμησης (κυρίως λόγω μεθοδολογίας) της Κομισιόν στο 3,4% του ΑΕΠ και «καλωσορίζει» προσωρινά μέτρα τα οποία θέτει σε εφαρμογή η κυβέρνηση για το επόμενο έτος όπως για παράδειγμα η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις μονάδες και το «πάγωμα» της εισφοράς αλληλεγγύης.
Επαναβεβαιώνεται άλλωστε ότι και το 2021 δεν θα ισχύσουν δημοσιονομικοί στόχοι και κανόνες με τη γενική ρήτρα διαφυγής να παραμένει ενεργή.
Η βιωσιμότητα του χρέους
Η νέα ανάλυση βιωσιμότητας χρέους στην οποία προχωρούν οι θεσμοί με θετικά αποτελέσματα στο βασικό σενάριο. Εκτιμούν πως παρά την επιδείνωση των προοπτικών σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, το βασικό σενάριο δείχνει επαναφορά του χρέους σε καθοδική τροχιά ως προς το ΑΕΠ από το 2021.
Βραχυπρόθεσμα το χρέος προβλέπεται να αυξηθεί από 180,5% του ΑΕΠ το 2019 σε πάνω από 207% του ΑΕΠ το 2020. «Ωστόσο, καθώς τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχουν προσωρινό χαρακτήρα και η οικονομία προβλέπεται να επανέλθει σε τροχιά ανάκαμψης το 2021, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να ακολουθήσει πτωτική τάση από την επόμενη χρονιά.
Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης αναμένεται να κινηθούν περίπου στο 15% του ΑΕΠ για τα επόμενα 20 χρόνια, πριν μειωθούν σε περίπου 13% του ΑΕΠ έως το 2060».
Στο δυσμενές σενάριο στο οποίο το στοίχημα της ανάπτυξης υστερεί, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες υπερβαίνουν το 20% του ΑΕΠ από τα μέσα της δεκαετίας του 2030 (όταν οι εταίροι έχουν δεσμευθεί το 2018 να επανεξετάσουν ενδεχόμενη διευθέτηση χρέους…).
Η έκθεση για τις υπερβολικές ανισορροπίες
Σε 3ο κείμενο της Επιτροπής με τα κύρια ευρήματα της Έκθεσης Μηχανισμού Προειδοποίησης (AMR) αναφέρεται πως θα γίνουν σε βάθος εκθέσεις σε 12 κράτη για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα πιθανών μακροοικονομικών ανισορροπιών. Τα κράτη μέλη που προσδιορίστηκαν είναι τα εξής: Κροατία, Κύπρος, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία και Σουηδία.
Αναφέρεται πως η τρέχουσα κρίση έχει επιδεινώσει ορισμένες υπάρχουσες προκλήσεις και θέτει νέους κινδύνους. Πρέπει "να αξιοποιήσουμε καλύτερα τα διαθέσιμα μέτρα στήριξης της ΕΕ και να διασφαλίσουμε ότι οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ θα συνδράμουν για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών".
Για την Ελλάδα αναφέρει πως τον Φεβρουάριο του 2020, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα αντιμετώπιζε υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, ιδίως όσον αφορά το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την ελλιπή εξωτερική ισορροπία. Και αυτό σε ένα πλαίσιο υψηλής - αν και φθίνουσας - ανεργίας και χαμηλού δυναμικού ανάπτυξης.
Τα προβλήματα
Επίσης επισημαίνεται πως:
• Η εξωτερική βιωσιμότητα παραμένει ζήτημα με την πρόβλεψη για τη διεθνή επενδυτική θέση να επιδεινωθεί περαιτέρω ως αποτέλεσμα της κρίσης COVID-19. Ωστόσο, αναφέρεται πως ένα μεγάλο μερίδιο αντιπροσωπεύεται από το δημόσιο χρέος με ευνοϊκούς όρους και μακροπρόθεσμες λήξεις. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε το 2019, αλλά προβλέπεται να διευρυνθεί σημαντικά το 2020 και το 2021, αντανακλώντας επίσης τον αντίκτυπο του ασθενέστερου τουρισμού.
• Οι δείκτες χρέους του ιδιωτικού τομέα συνέχισαν την πτωτική τους τάση το 2019 και παρέμειναν κάτω από το όριο και οι πραγματικές τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν μετά από μια δεκαετία πτώσης. Ωστόσο, οι μελλοντικές τιμές ενδέχεται να προσαρμοστούν προς τα κάτω υπό το φως της κρίσης COVID-19.
• Το δημόσιο χρέος μειώθηκε στο 180% του ΑΕΠ το 2019 αλλά αναμένεται να αυξηθεί σε πάνω από 200% του ΑΕΠ το 2020 με τη μείωση του ΑΕΠ και τα μέτρα πανδημίας. Ο τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να επιβαρύνεται από ένα μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων.
• Η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή και η αργά φθίνουσα τάση διακόπτεται από την κρίση.
Αναφέρεται ότι η Ελλάδα εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με το δημόσιο χρέος, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παλαιού τύπου, την εξωτερική εξισορρόπηση, την ανεργία και τη χαμηλή δυνητική ανάπτυξη. Με την κρίση, οι δείκτες χρέους, η ανεργία καθώς και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι πιθανό να αυξηθούν. Συνολικά, η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το πόρισμα του 2/2020 για τις υπερβολικές ανισορροπίες, να εξετάσει περαιτέρω την επιμονή των μακροοικονομικών κινδύνων και να παρακολουθήσει την πρόοδο στην άρση των υπερβολικών ανισορροπιών.