Η πανδημία του κορονοϊού, εκτός από τις πολύ σοβαρές υγειονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στο σύνολο του πληθυσμού και κυρίως στις πλέον ευάλωτες ομάδες, ανέκοψε και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που είχε ξεκινήσει το 2017, επεσήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας κατά την ομιλία του στην εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου με θέμα "Ελληνική οικονομία: Εξελίξεις, Προκλήσεις και Ευκαιρίες από την κρίση της Πανδημίας”.
Ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε ότι δεδομένης της αυξημένης αβεβαιότητας, η διεξαγωγή προβλέψεων είναι εξαιρετικά δυσχερής και εξαρτάται αποκλειστικά από την πορεία της πανδημίας. Για παράδειγμα, τα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα που ενεργοποιήθηκαν στις 7 Νοεμβρίου για μια περίοδο τριών εβδομάδων εξακολουθούν να παραμένουν εν ισχύ επηρεάζοντας περισσότερο του αναμενομένου την οικονομία.
Η εξέλιξη αυτή, όπως σημείωσε ο Γ. Στουρνάρας, αναμένεται να οδηγήσει σε νέα υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας το δ’ τρίμηνο του έτους και κατ’ επέκταση σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση για όλο το 2020, σε σχέση με αυτή που καταγράφηκε το α’ εξάμηνο του έτους (-7,9%).
Αντίθετα, πρόσθεσε ότι η ταχύτερη διάθεση του εμβολίου κατά του κορονοϊού στο ευρύ κοινό θα περιορίσει σημαντικά την αβεβαιότητα και θα επιταχύνει την ανάκαμψη το 2021. Επίσης, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του νέου μέσου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ΕΕ (Next Generation EU - NGEU) θα ενισχύσει τις αναπτυξιακές προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας, επιχορηγώντας κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, επενδύσεις στους τομείς της λεγόμενης ‘πράσινης’ ανάπτυξης και της ψηφιακής τεχνολογίας (57% των συνολικών πόρων περίπου προβλέπεται να κατευθυνθούν στους δύο αυτούς τομείς).
Η βιωσιμότητα του χρέους δεν απειλείται
Σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα και τους κινδύνους σχετικά με τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους δεν απειλείται, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω κυρίως της μακράς διάρκειας των αποπληρωμών των δόσεων του χρέους, της σύνθεσής του που αποτελείται κατά 81% από δάνεια του επίσημου τομέα, κυρίως όμως λόγω των ευνοϊκών όρων αποπληρωμών στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που έχουν ήδη αποφασιστεί.
Υπενθυμίζεται ότι η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους ορίζεται ως δαπάνες εξυπηρέτησής του που δεν υπερβαίνουν ετησίως το 15% του ΑΕΠ, παράλληλα με την πτωτική πορεία του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ.
Πρόσθεσε, πάντως, ότι για την διατήρηση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση, είναι αναγκαίο όπως ο συνδυασμός τριών παραμέτρων, δηλαδή του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, του μέσου επιτοκίου δανεισμού του δημοσίου και του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης, να εξασφαλίζει πτωτική πορεία του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
Πολύ μεγάλη ευκαιρία το Ταμείο Ανάκαμψης
Ο Γ. Στουρνάρας έκανε επίσης ιδιαίτερη αναφορά στους πόρους που θα εισέλθουν στην Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Όπως τόνισε, η Ελλάδα αναμένεται να εισπράξει 32 δισ. ευρώ από το νέο μέσο ανάκαμψης (NGEU) την περίοδο 2021-2026, εκ των οποίων 19,3 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ σε εξαιρετικά χαμηλότοκα δάνεια (σε σταθερές τιμές του 2018). Οι πόροι αυτοί για την Ελλάδα ανέρχονται σε 4,26% του συνολικού ποσού, δηλαδή σε ποσοστό υπερδιπλάσιο από την ‘κλείδα’ της Ελλάδας που χρησιμοποιείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις αγορές Ελληνικών κρατικών ομολόγων.
"Οι διαθέσιμοι πόροι του NGEU αποτελούν μια πολύ μεγάλη ευκαιρία καθώς μπορούν να χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο εξωστρεφές πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης μέσω της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, της βελτίωσης των υποδομών, του ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους και της οικονομίας, της επίτευξης βασικών περιβαλλοντικών προτεραιοτήτων και της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια”, σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Πρόσθεσε ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πλήρης, έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των κονδυλίων του NGEU θα συμβάλει σε αύξηση του επιπέδου του πραγματικού ΑΕΠ πάνω από 2,0% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2021-2026, και θα οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής και υψηλότερη δυνητική ανάπτυξη για όλη την επόμενη δεκαετία. Μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης την επόμενη δεκαετία της τάξης του 3,5% για την Ελλάδα δεν είναι ουτοπικός, ιδιαιτέρως αν ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο των πόρων που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία την επόμενη επταετία από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ και το Νέο Μέσο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, NGEU ανέρχονται σε 72 δισ. ευρώ περίπου.