Ο κ. Τσίπρας σημείωσε πως ένα νέο ΕΣΥ ισχυρό και αποτελεσματικό σημαίνει αύξηση γιατρών και νοσηλευτών, αναβάθμιση του μισθολογίου τους, ένταξή τους στα βαρέα και ανθυγιεινά, ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας. «Σίγουρα δεν σημαίνει», τόνισε, «600 εκατ. λιγότερα για την υγεία όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης», αλλά να φτάσουμε σταδιακά σε ποσοστό αντίστοιχο του ευρωπαϊκού μέσου όρους για τις δαπάνες για την υγεία.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόνισε ότι είμαστε σε πολύ δύσκολη στιγμή και ανέφερε ότι στις 31 Οκτωβρίου, λιγότερες από 40 ημέρες πριν, η επίσημη καταγραφή θανάτων από covid ήταν 626 και σήμερα, μέσα σε έναν μήνα οι απώλειες έχουν φτάσει στις 3.003, δηλαδή είχαμε 2.377 απώλειες συνανθρώπων μας σε έναν μήνα και μια εβδομάδα. Σχολίασε πως το ερώτημα που είναι στα χείλη όλων μας είναι αν μπορούσαμε να το είχαμε αποφύγει και τι κάνουμε από εδώ και στο εξής.
Ανέφερε ότι το τελευταίο διάστημα βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας διάφορες αποκαλύψεις που δείχνουν ότι η Επιτροπή που συμβουλεύει την κυβέρνηση ενδεχομένως να καλείται να αποφασίζει μην έχοντας πλήρη την εικόνα και τα στοιχεία για την εξέλιξη της πανδημίας. Είπε πως δεν αναφέρεται μόνο στην «περιβόητη αποκάλυψη για διπλή πλατφόρμα καταγραφής που κι εδώ είναι ερώτημα για ποιο λόγο να υπάρξει και ιδιωτική πλατφόρμα όταν υπάρχει η δημόσια», αλλά ότι κυρίως αναφέρεται στο γεγονός ότι το 70% των κρουσμάτων βλέπουμε να καταγράφεται περίπου στο 30% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή στη Βόρεια Ελλάδα. Ο κ. Τσίπρας είπε ότι αναρωτιέται αν αυτό το στοιχείο που από μόνο του είναι κρίσιμο, ήταν εν γνώσει των επιστημόνων κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της πανδημίας και πριν φτάσουμε εδώ, δηλαδή στα τέλη Σεπτεμβρίου και τον Οκτώβριο, όταν άρχισε η κατάσταση να ξεφεύγει ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα. «Αν δεν υπήρχε ενημέρωση της Επιτροπής για τα κρούσματα ανά περιφέρεια και ανά νομό τότε τους ζητάγαμε να πάρουν αποφάσεις χωρίς να έχουν πλήρη εικόνα», τόνισε. Ο κ. Τσίπρας επικαλέστηκε συζήτησή του με φορείς κατά την επίσκεψή του στη Δράμα, όπου του έλεγαν ότι έβλεπαν ότι υπήρχαν κρούσματα όμως η περιοχή ήταν πράσινη, γιατί δεν γίνονταν τεστ μαζικά, δεν πήγαιναν κλιμάκια του ΕΟΔΥ για έλεγχο σε εργασιακούς χώρους, ώστε να υπάρχει εικόνα των κρουσμάτων, όπως ανέφερε. Πρόσθεσε ότι ίδια ήταν η εμπειρία του και από την επίσκεψή του στην Κοζάνη.
«Αυτό μας δείχνει ότι το ζήτημα της διαφάνειας των στοιχείων είναι πολύ κρίσιμο για τη διαχείριση της πανδημίας και υπολείπεται ο ΕΟΔΥ σε ό,τι αφορά τη διαφάνεια και την ποιότητα των στατιστικών στοιχείων σε σχέση με τα πρότυπα και τα standards και του ECDC και του ΠΟΥ», τόνισε, προσθέτοντας ότι δεν δίνει εικόνα όχι μόνο ανά περιφέρεια για το πόσα κρούσματα υπάρχουν π.χ. σε κλειστές δομές και ενδονοσοκομειακά, στοιχεία σημαντικά.
Ως δεύτερη παρατήρηση ο κ. Τσίπρας έθεσε το ζήτημα συνταγογράφησης των τεστ και της μαζικότητάς τους. Ανέφερε ότι χτες ανακοινώθηκαν κάτω από 1.000 κρούσματα και ο αριθμός των τεστ που έγιναν χτες είναι κάτω από 10.000. Σε αυτό το πλαίσιο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο η αυξομείωση των τεστ αλλάζει και την ψυχολογία της κοινής γνώμης. Έθεσε το ερώτημα πώς εξηγείται να υπήρξαν σχεδόν 2.000 θάνατοι, ενώ έχουμε λοκντάουν, για να υπογραμμίσει ότι στο κρίσιμο θέμα της πρόληψης μπορεί να απαντήσει η μαζική διενέργεια των τεστ.
Τρίτη παρατήρηση εκ μέρους του κ. Τσίπρα ότι βλέπουμε, όπως είπε, ο αριθμός των διασωληνωμένων συμπολιτών μας να κινείται σταθερά περίπου στους 600. Εξέφρασε την απορία αν αυτό είναι ένα τυχαίο γεγονός ή έχει να κάνει με την κάλυψη της προσφοράς των κλινών εντατικής θεραπείας. Στο ίδιο πλαίσιο έθεσε το ερώτημα πόσοι είναι οι συμπολίτες μας που χάνονται εντός ΜΕΘ και πόσοι εκτός.
«Από δω και πέρα τι;». Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα υπογράμμισε ο κ. Τσίπρας. Σημείωσε πως θεωρεί αδιανόητο να υπάρχει κορεσμός δυνατοτήτων σε ΜΕΘ και πολύ μεγάλα ιδιωτικά νοσηλευτήρια να είναι «κλειστά» για covid περιστατικά, να μένουν «αμόλυντοι» και να μη βάλουν το χέρι στη φωτιά. Χαρακτήρισε δε «σκανδαλώδες» όταν γίνεται «επίταξη» ιδιωτικών νοσοκομειακών μονάδων να γίνεται για κάποιες μικρές μονάδες, η αποζημίωσή τους να είναι διπλάσια από ό,τι στην προ-Covid περίοδο και μάλιστα ανεξάρτητα από το μέγεθος των υπηρεσιών που προσφέρουν.