Αναφέρει επίσης ότι «η Ευρώπη την τελευταία εικοσαετία εμφανίζει ιδιαίτερα φυγόκεντρες τάσεις. Δεν είναι μόνο προφανείς περιπτώσεις, όπως αυτή του Hνωμένου Βασιλείου, αλλά και το γεγονός ότι πλέον η Ευρώπη λειτουργεί σε πολλά επίπεδα. Η ευρωζώνη είναι ένα υποσύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ζώνη Σένγκεν είναι επίσης ένα διαφορετικό υποσύνολο, ενώ πολλές χώρες λαμβάνουν εξαιρέσεις από συγκεκριμένες πολιτικές. Η πιο σημαντική, όμως, φυγόκεντρος είναι οι διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών σε επίπεδο πραγματικής ισχύος και οικονομικής ευρωστίας που καλλιεργεί μία Ευρώπη πολλών ταχυτήτων».
Και προθέτει πως «Στο ετερογενές αυτό μείγμα είναι αυτονόητος ο βαθμός δυστοκίας να ληφθεί μία απόφαση η οποία εν πολλοίς μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με εθνικά οικονομικά συμφέροντα, όπως είναι για παράδειγμα η απόφαση για την επιβολή περιορισμών στην πώληση οπλικών συστημάτων στην Τουρκία».
Ο κ. Γεραπετρίτης υπογραμμίζει πάντως πως «Ειδικά στο τελευταίο Συμβούλιο, δεν είναι καθόλου ασήμαντη η διεύρυνση του καταλόγου των κυρώσεων, που μπορεί να καταστούν γνήσια αποτροπή για την Τουρκία, καθώς επίσης και η εξουσιοδότηση στον ύπατο εκπρόσωπο για την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική με την οποία πρακτικά συνδέεται η ευρωτουρκική σχέση με τη συνολική της στάση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο». Και προσθέτει πως αίσθησή του είναι «ότι χτίζεται σταδιακά και αρχίζει να παγιώνεται η ευρωπαϊκή θέση ότι όσο η Τουρκία εξακολουθεί την επιθετική της πολιτική θα βρίσκει απέναντι της σύσσωμη την Ευρώπη» επαναλαμβάνοντας τη θέση της κυβέρνησης πως «οι κυρώσεις δεν αποτελούν αυτοσκοπό».
Όσον αφορά στους τομείς που η κυβέρνηση έχει κάνει σημαντικό έργο, ο υπουργός Επικρατείας, τονίζει ότι κατά την άποψή του «στα περισσότερα πεδία η κυβερνητική πολιτική λαμβάνει ικανοποιητικό βαθμό», ξεχωρίζοντας με βάση την ερώτηση «τη λειτουργία του κράτους, τη διαχείριση του μεταναστευτικού/προσφυγικού προβλήματος και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Στο πεδίο της λειτουργίας του κράτους αισθάνομαι ότι αποκαταστάθηκε το κύρος των θεσμών που είχε τρωθεί. Επιπλέον, έχει υπάρξει σαφής διαχωρισμός μεταξύ της πολιτικής και της διοικητικής λειτουργίας του κράτους, με αποτέλεσμα τη σημαντική καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της πολιτικής διαφθοράς, ενώ, εν μέσω πανδημίας, υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική αναβάθμιση των ψηφιακών υπηρεσιών του δημοσίου και κατέστη επιτέλους δυνατό να εξυπηρετούνται οι πολίτες και εξ αποστάσεως», εξηγεί.
Προσθέτει πως «είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε αλώβητοι από την πανδημία σε διάφορες κρίσιμες παραγωγικές δραστηριότητες, όπως είναι για παράδειγμα ο τουρισμός, που πάντως λόγω του μετρημένου ανοίγματος έφερε στα δημόσια ταμεία ένα σημαντικό και αναγκαίο ποσό. Σας διαβεβαιώνω ότι στα 140 νομοσχέδια που έχουν ήδη ψηφιστεί θα προστεθούν και άλλα με εξαιρετικά υψηλό μεταρρυθμιστικό πρόσημο που, εφόσον όλα πάνε καλά, θα αλλάξουν επίπεδο τη χώρα μας».
Ο κ. Γεραπετρίτης επισημαίνει ακόμη ότι «για να πάρουμε πίσω τις ζωές μας πρέπει πρώτα να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας. Και αυτό θα γίνει μόνο με την εδραία συλλογική πεποίθηση της ανάγκης εμβολιασμού όλου του πληθυσμού. Μόνο στην περίπτωση που το μήνυμα του εμβολιασμού ακουστεί παντού και υιοθετηθεί θα μπορούμε να μιλάμε με βεβαιότητα ότι το επόμενο καλοκαίρι θα είναι ένα αληθινό ελληνικό καλοκαίρι».
Όσον αφορά τις προοπτικές ανάπτυξης και το πεδίο των μεταρρυθμίσεων εξηγεί πως υπάρχει μια κοινή κατανόηση τόσο στην κοινωνία όσο και στο πολιτικό σύστημα ότι έχει έρθει πια ο καιρός να υπάρξουν μεγάλες και τολμηρές μεταρρυθμίσεις. Επισημαίνει επίσης πως «αντιλαμβανόμαστε πλήρως ότι τα χρήματα που θα εισρεύσουν στη χώρα αποτελούν μια μεγάλη ευκαιρία για τη συνολική ανασυγκρότησή της. Για τον λόγο αυτό, οι πόροι που θα έλθουν δεν πρέπει να αναλωθούν ευκαιριακά αλλά να επενδυθούν με το βλέμμα στο μέλλον. Στο τέλος της ημέρας, το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο αυτό δικαιωματικά ανήκει στις επόμενες γενιές».
Για τη συνύπαρξη πολιτικών και τεχνοκρατών στην κυβέρνηση και την αποτελεσματικότητα αυτού του μοντέλου, ο κ. Γεραπετρίτης τονίζει ότι «το νέο μοντέλο διακυβέρνησης στηρίζεται στην λογική του επιτελικού κράτους που συντονίζει και παρακολουθεί την εφαρμογή των δημοσίων πολιτικών. Θα πρέπει νομίζω να αποβάλουμε το διπλό φόβο ότι οι μεν πολιτικοί φέρουν διαρκώς τον καταναγκασμό του πελατειακού συστήματος, οι δε τεχνοκράτες δεν έχουν πολιτική αίσθηση και δεν καταβάλλουν δημοκρατικό αντίτιμο μέσω της λογοδοσίας. Για μία ακόμη φορά, η υγειονομική κρίση απέδειξε ότι είναι απολύτως αναγκαία η συνύπαρξη επιστήμης και πολιτικής, ώστε η διαδικασία λήψης των αποφάσεων να είναι ορθολογική και να λειτουργεί αποτελεσματικά η ανάγκη για δημοκρατική πειθώ. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ ότι το μείγμα πολιτικής και τεχνοκρατίας που υιοθετήθηκε απέδωσε ιδιαίτερα ικανοποιητικά και η νέα πολιτική αντίληψη έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, καθώς το μεγαλύτερο μέρος από τις δράσεις και τα έργα τα οποία είχαν τεθεί ως στόχοι στην έναρξη της νέας διακυβέρνησης έχουν προχωρήσει και υλοποιούνται ή έχουν ήδη υλοποιηθεί».