Σύμφωνα με τους αναλυτές, το τελευταίο τρίμηνο του 2020 χαρακτηρίστηκε από την εκ νέου εφαρμογή περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19.
Αυτό δεν ίσχυσε μόνο για την Ελλάδα αλλά για πολλές χώρες της Ευρώπης. Αναμφισβήτητα, τα εν λόγω μέτρα, αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά τα αποτελέσματα των εθνικών λογαριασμών του 4ου τριμήνου 2020. Επιπρόσθετα, όσο διατηρούνται, η αρνητική επίδραση θα περνά και στα στοιχεία του 1ου τριμήνου 2021. Αυτή δύναται να λάβει τη μορφή στασιμότητας ή σχετικά μικρής κάμψης και όχι αναγκαστικά μεγάλης ύφεσης σε τριμηνιαία βάση (για το 2021Q1). Εντούτοις, σε ετήσια βάση, λόγω της πορείας της οικονομίας τα προηγούμενα τρίμηνα, το αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό (για το 2021Q1). Τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών του 4ου τριμήνου 2020 είναι προγραμματισμένο να ανακοινωθούν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) στις 8 Μαρτίου 2021 μαζί με την 1η εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ για τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης του 2020.
Σε ό,τι αφορά το 4ο τρίμηνο 2020, και σε ποσοτικούς όρους (quantitatively), οι επιπτώσεις στην οικονομία από το δεύτερο lockdown εκτιμάται ότι θα διαφέρουν σε σχέση με το πρώτο. Οι αρχικές συνθήκες (initial conditions) δεν ήταν οι ίδιες – το ίδιο και οι προσδοκίες (expectations) – και η ένταση της διαταραχής του δεύτερου lockdown ήταν σε γενικές γραμμές – και συνεχίζει να είναι μέχρι και σήμερα – πιο ήπια (λιγότερο αυστηρά μέτρα) σε σύγκριση με το πρώτο. Ωστόσο, το δεύτερο lockdown έχει μεγαλύτερη διάρκεια και οι αποφάσεις που λαμβάνονται χαρακτηρίζονται από υψηλότερη μεταβλητότητα.
Στις αρχικές συνθήκες, ο σημαντικότερος παράγοντας που εκτιμάται ότι αμβλύνει τις αρνητικές συνέπειες του δεύτερου κύματος της υγειονομικής κρίσης, είναι η συσσώρευση άυλου κεφαλαίου υπό τη μορφή γνώσης για τη λειτουργία της οικονομίας σε συνθήκες πανδημίας. Ως εκ τούτου, τον Νοέμβριο 2020, οι φορείς της οικονομίας, δηλαδή τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και η κυβέρνηση, δεν βίωσαν τον αιφνιδιασμό του Μαρτίου-Απρίλιου 2020. Τότε η αλλαγή των προσδοκιών ήταν απότομη καθώς στο τέλος του 2019 και στις αρχές του 2020 οι δείκτες οικονομικού κλίματος και καταναλωτικής εμπιστοσύνης είχαν βρεθεί σε υψηλά ετών. Εν αντιθέσει με το πρώτο κύμα της πανδημίας, το δεύτερο ήταν αναμενόμενο και η αντίδραση (reaction) των φορέων της οικονομίας δύναται να ήταν περισσότερο αποτελεσματική. Βέβαια στην περίπτωση του πρώτου κύματος υπήρχε μια καθυστέρηση στη συνειδητοποίηση του μεγέθους της επερχόμενης ύφεσης.
Παρά ταύτα, τους τελευταίους 10 μήνες δεν συσσωρεύτηκε μόνο γνώση, αλλά και χρέη (debt). Η διαταραχή της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 ήταν πρωτόγνωρα μεγάλη, ο βαθμός εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας στις υπηρεσίες και συγκεκριμένα στα τουριστικά έσοδα υψηλός, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά -14,1% QoQ το 2ο τρίμηνο 2020 και τη σχετικά ήπια ανάκαμψη κατά 2,3% QoQ το 3ο τρίμηνο 2020 (βλέπε Σχήμα 2). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της οικονομικής θέσης πολλών επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Συνεπώς, βάσει αυτού του πεδίου αρχικών συνθηκών, οι εκτιμώμενες επιπτώσεις του δεύτερου lockdown οξύνονται. Ένα ποσοστό των φορέων της οικονομίας ήταν σε δυσμενέστερη κατάσταση τον Νοέμβριο 2020 σε σχέση με τον Μάρτιο-Απρίλιο 2020, δηλαδή ήταν πιο ευάλωτοι σε νέα περιοριστικά μέτρα.
Τέλος, σύμφωνα με τους αναλυτές της Eurobank, ένας παράγοντας που αποτελεί εστία αβεβαιότητας και δύναται να επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων είναι η κληρονομιά που αναμένεται να αφήσει η υγειονομική κρίση υπό τη μορφή ανισορροπιών (δημοσιονομικό και εξωτερικό ισοζύγιο) και υψηλών χρεών, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Η προβλεπόμενη εξομάλυνση της πανδημίας θα συνοδευτεί από σταδιακή άρση των υποστηρικτικών μέτρων έτσι ώστε η οικονομία να επιστρέψει εκ νέου σε μονοπάτι δημοσιονομικής σταθερότητας. Η εν λόγω άσκηση δεν θα είναι απλή. Αν η μετάβαση είναι απότομη δημιουργούνται ρίσκα για το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών (ζήτηση) και τη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων (προσφορά), ενώ αν είναι πολύ σταδιακή δημιουργούνται ρίσκα στο δημοσιονομικό πεδίο.
Στα στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα για την πορεία της οικονομίας το 4ο τρίμηνο 2020 παρατηρούμε τα εξής: o όγκος πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο ανέκαμψε κατά 3,8% MoM (2,8% YoY) τον Οκτώβριο 2020 από -0,2% MoM (-3,3% ΥοΥ) τον προηγούμενο μήνα (βλέπε Σχήμα 1). Ιδιαίτερα καθοριστικές είναι οι επόμενες δύο παρατηρήσεις οι οποίες θα δείξουν το μέγεθος των απωλειών στο λιανικό εμπόριο (σε όρους πωλήσεων) από το δεύτερο lockdown. Ο δείκτης μεταποιητικής παραγωγής, παρά την επιβολή περιοριστικών μέτρων, ενισχύθηκε σημαντικά κατά 4,7% ΜοΜ (6,8% YoY) τον Νοέμβριο 2020 από -0,6% MoM (-2,5% ΥοΥ) τον Οκτώβριο 2020. Κλάδοι όπως αυτοί του οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου, των τροφίμων, των μετάλλων, των χημικών, και της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, συνεισέφεραν θετικά στο προαναφερθέν αποτέλεσμα. Στο πεδίο των εξωτερικών συναλλαγών, οι εξαγωγές εμπορευμάτων εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών και των πλοίων ενισχύθηκαν κατά 4,7% YoY τον Νοέμβριο 2020 από πτώση -0,8% YoY τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους. Οι αντίστοιχες εισαγωγές κινήθηκαν αρνητικά (-1,8% YoY) με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του ελλείμματος του εν λόγω ισοζυγίου. Στο πεδίο των εξαγωγών υπηρεσιών (στοιχεία Οκτωβρίου 2020), η πτώση παρέμεινε μεγάλη σε ετήσια βάση (-42,8% YoY) λόγω της συνιστώσας των τουριστικών εισπράξεων (-64,0% YoY, βλέπε Σχήμα 2).
Τέλος, όπως σημειώνεται στο δελτίο των αναλυτών της Eurobank, σε επίπεδο τριμήνου (μέσος όρος Οκτ, Νοε, Δεκ 2020), ο δείκτης PMI μεταποίησης κινήθηκε πτωτικά και κάτω του ορίου ανάπτυξης-συρρίκνωσης των 50 μονάδων (από τις 49,3 μονάδες το 2020Q3 στις 46,0 μονάδες το 2020Q4), ενώ ο δείκτης οικονομικού κλίματος παρέμεινε οριακά στάσιμος (από τις 90,3 μονάδες το 2020Q3 στις 90,8 μονάδες το 2020Q4).