Αυτή έρχεται εν μέσω θετικών μηνυμάτων από τους επενδυτικούς οίκους, με πιο σημαντικό ίσως αυτό της JPMorgan Chase, που συστήνει την αγορά των ελληνικών ομολόγων, καθώς περιμένει αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους οίκους μέσα στο 2021, που θα οδηγήσουν στην έξοδο από το junk μέσα στο 2022.
Σε παλαιότερο σημείωμα η JPMorgan Chase ανέμενε μία έκδοση ομολόγου έως και 30ετους διάρκειας μέσα στο πρώτο τρίμηνο. Έκδοση 20ετους ομολόγου μέσα στον Ιανουάριο «βλέπει» στο τελευταίο σημείωμά της η Citi, όπως γράφει η Καθημερινή. Από την πλευρά της η Societe Generale εκτιμά μέσα στον Ιανουάριο η Αθήνα θα επιδιώξει να δανειστεί 3 δισ. ευρώ. Αναμένει τη δεύτερη έξοδο του έτους τον Μάρτιο, ακόμη μία τον Ιούλιο, με το πρόγραμμα δανεισμού να κλείνει τον Οκτώβριο.
Ο ΟΔΔΗΧ έχει επιβεβαιώσει η Ελλάδα θα αντλήσει φέτος από τις αγορές από 8 έως 12 δισ. ευρώ με μεσαίας και μεγάλης διάρκειας, με στόχο τη μείωση του μεριδίου των έντοκων γραμματίων. Υπενθυμίζεται ότι το 2020 -μέσω πέντε διαφορετικών εκδόσεων- το δημόσιο δανείστηκε από τις αγορές 12 δισ. ευρώ, με τις υποβληθείσες προσφορές να διαμορφώνονται σε σχεδόν 77 δισ. ευρώ.
Το περιβάλλον για άντληση κεφαλαίων από τις αγορές είναι άκρως ευνοϊκό, αφού οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ διατηρούν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού. Η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς διαμορφώνεται σήμερα κοντά στο 0,62%. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της JP Morgan, το spread του ελληνικού 10ετούς έναντι του αντίστοιχου γερμανικού τίτλου θα συρρικνωθεί περαιτέρω, από τις 116 μονάδες βάσης που είναι σήμερα στις 90 μονάδες βάσεις τον Σεπτέμβριο.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι αυτή τη στιγμή, ο πιο μακροπρόθεσμος ελληνικός τίτλος που βρίσκεται σε κυκλοφορία είναι το 25ετές ομόλογο (λήξης 2042) που προέκυψε από το swap ομολόγων του 2017.
Σημειώνεται ότι το 78% του δημόσιου χρέους, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, παραμένει σε χέρια του επίσημου τομέα (σ.σ. κράτη, οργανισμοί), ενώ μόλις το 22% βρίσκεται σε ιδιώτες θεσμικούς επενδυτές. Ο μέσος όρος αποπληρωμής των ελληνικών ομολόγων κυμαίνεται στα 20 χρόνια, ενώ των υπόλοιπων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι μόλις 7,7 χρόνια.