Το κοινό στοιχείο των δύο προτάσεων είναι ότι στηρίζονται στον μηχανισμό των τιτλοποιήσεων.
Από εκεί και πέρα στο πρόγραμμα «Ηρακλής» το κράτος εγγυάται τα senior ομόλογα που εκδίδονται, ενώ στην περίπτωση της bad bank εγγύηση για τη διαφορά μεταξύ ονομαστικής και πραγματικής αξίας των δανείων που τιτλοποιούνται αποτελεί ο αναβαλλόμενος φόρος, που συνιστά εν δυνάμει απαίτηση των τραπεζών από το Δημόσιο.
Και στις δύο περιπτώσεις οι τράπεζες καταβάλλουν προμήθεια για τις εγγυήσεις, ενώ για τη συμμετοχή στην bad bank πληρώνουν και φόρο.
Η βασική διαφορά των δύο προτάσεων είναι ότι οι ζημιές του σχεδίου «Ηρακλής» μειώνουν το ποιοτικό τμήμα των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών και εγγράφονται άμεσα, ενώ οι ζημιές στην bad bank αφαιρούν κεφάλαια από τον αναβαλλόμενο φόρο και επιβαρύνουν τα αποτελέσματα σταδιακά.
Το πλεονέκτημα δηλαδή της πρότασης της ΤτΕ είναι ότι μειώνεται ο κίνδυνος ενεργοποίησης του νόμου για τον αναβαλλόμενο φόρο και επιτυγχάνεται ο περιορισμός του ως ποσοστού επί των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.
Από την άλλη βέβαια με τον «Ηρακλή» τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα, μιας και η τράπεζα αναλαμβάνει άμεσα τη ζημιά και καθαρίζει, ενώ στην περίπτωση της bad bank η «απόσβεση» γίνεται σε βάθος 5ετίας, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τη συνολική τελική επιβάρυνση της λύσης.
Επιπλέον, το σχέδιο «Ηρακλής» έχει ήδη εφαρμοστεί με επιτυχία, καθιστώντας εύκολη την υλοποίηση και του δεύτερου κύκλου του χωρίς καθυστερήσεις ή αναπάντεχα εμπόδια. Αντιθέτως, το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος αποτελεί έναν νέο μηχανισμό και δεν μπορεί να αποκλειστεί η εμφάνιση «παιδικών» ασθενειών.