Η έρευνα δείχνει ανθεκτικότητα μεταξύ των περισσότερων ερωτηθέντων, αλλά και ανησυχία από την αβεβαιότητα που επικρατεί γύρω από την πανδημία και το μέλλον τους.
To 2020 προκάλεσε έντονες πιέσεις στον κόσμο της εργασίας υποχρεώνοντας χωρίς καμία εξαίρεση εργαζόμενους και επιχειρήσεις στην Ελλάδα να λειτουργήσουν με διαφορετικούς τρόπους και να υιοθετήσουν νέα μοντέλα εργασίας στην προσπάθειά τους να εναρμονιστούν με τις συνθήκες που επέβαλε το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης.
Όπως διαφάνηκε από την εξέλιξη της κρίσης, ο αντίκτυπος μεταφράστηκε σε δύο πολύ βασικά ζητούμενα: τόσο η εξ’ αποστάσεως εργασία συστήθηκε ως η νέα κανονικότητα, όσο και η διασφάλιση της απασχόλησης και η διακράτηση των εργαζομένων στις υφιστάμενες θέσεις εργασίας, την ίδια στιγμή που οι απολύσεις συνεχίζουν να αποτελούν το μεγάλο αγκάθι, αποδείχθηκαν εξαιρετικά δύσκολες προκλήσεις για τις επιχειρήσεις. Από την άλλη πλευρά, οι εργαζόμενοι έχουν μάθει ή πρέπει να μάθουν να αναβαθμίζουν τις δεξιότητές τους (upskilling) για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί στην πρόσφατα μετασχηματισμένη ψηφιακή οικονομία.
Μέσα σε μόλις έναν χρόνο, οι εργοδότες απέκτησαν μεγαλύτερο δίκτυο ενεργών υποψηφίων εργαζομένων ενώ η ανησυχία σχετικά με επικείμενες απολύσεις είναι διάχυτη ανάμεσα στους εργαζόμενους. Είναι βέβαιο πως πολλά ζητήματα θα συνεχίσουν να απασχολούν για μήνες τόσο την ελληνική όσο και την παγκόσμια οικονομία.
Ισορροπία Επαγγελματικής – Προσωπικής ζωής
Πριν από το ξέσπασμα της κρίσης Covid-19, οι περισσότεροι εργαζόμενοι κατάφερναν να διαχειριστούν τις απαιτήσεις της εργασίας και της προσωπικής ζωής με προβλέψιμο τρόπο. Ωστόσο, η πανδημία ανέτρεψε εντελώς αυτή τη συνθήκη.
Για ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων εργαζομένων, το άγχος των καθημερινών μετακινήσεων και της εργασίας στο γραφείο αντικαταστάθηκε με τις αυξημένες και διευρυμένες οικογενειακές ευθύνες αλλά και την «εισβολή» της εργασίας στην προσωπική ζωή. Η εργασία από το σπίτι αποτέλεσε ταυτόχρονα για πολλές οικογένειες μια ευεργετική και αγχωτική κατάσταση. Χαρακτηριστικά, οι εργαζόμενοι γονείς χρειάστηκε να φροντίσουν τα παιδιά και τα ηλικιωμένα μέλη της οικογένειας, ενώ παράλληλα έπρεπε να ανταποκριθούν στα επαγγελματικά τους καθήκοντα. Συνεπώς, η εργασία και τα οικογενειακά καθήκοντα αναμίχθηκαν για να δημιουργήσουν μια μακρά συνεχή εργάσιμη ημέρα.
Για εκείνους που δεν μπορούσαν να εργαστούν από το σπίτι, η πανδημία επεφύλαξε ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους. Πολλοί εργαζόμενοι ήρθαν αντιμέτωποι με πιθανή έκθεση στον ιό κάθε φορά που πήγαιναν στη δουλειά. Η συμβολή τους αποδείχθηκε καταλυτική - σε κλάδους όπως η υγειονομική περίθαλψη, το λιανεμπόριο, οι εφοδιαστικές αλυσίδες και οι υπηρεσίες μεταφορών και παραδόσεων – καθώς κατάφεραν να αντιδράσουν στην απειλή του Covid-19 και επέτρεψαν στις αγορές να συνεχίσουν να λειτουργούν. Επιπλέον, όλοι οι εργαζόμενοι με παιδιά κλήθηκαν επίσης να υποστηρίξουν την εκπαίδευση και το σχολείο από το σπίτι, επιδεινώνοντας την ήδη τεταμένη κατάσταση για τους ίδιους.
Ενώ οι περισσότεροι εργαζόμενοι υποστηρίζουν ότι αισθάνονται τη στήριξη από τους εργοδότες τους, πολλοί δηλώνουν επίσης ότι είναι πρόθυμοι να κάνουν υποχωρήσεις για να διασφαλίσουν τη θέση εργασίας τους. Το 63% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δήλωσαν ότι αισθάνονται ότι υποστηρίζονται συναισθηματικά από τον εργοδότη τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μάλιστα, το 16% των Ελλήνων εργαζομένων δήλωσαν ότι θα ήταν πρόθυμοι να εργαστούν περισσότερες ώρες ακόμη και χωρίς αύξηση της αμοιβής τους μόνο για να διατηρήσουν την εργασία τους. Τέλος, το 45% των Ελλήνων εργαζομένων δήλωσαν ότι θα αναλάμβαναν διαφορετικό ρόλο εντός της εταιρείας, εάν τους ζητηθεί.
χαρακτηριστικά εργασίας στην μετά Covid-19 εποχή.
Παράλληλα με την ασφάλεια της εργασίας να αποτελεί αναμφίβολα το κύριο ζητούμενο από τους εργαζομένους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενδιαφέροντα στοιχεία φανερώνουν ότι η προστασία των μισθών αναφέρεται ως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό που αξιολογείται με ποσοστό 82% μετά το ξέσπασμα της κρίσης Covid-19.
Θα περίμενα τα ακόλουθα χαρακτηριστικά σε μια θέσης εργασίας στη μετά-COVID-19 εποχή:
Το 63% των Ελλήνων ερωτηθέντων πιστεύει ότι οι εργοδότες συνεχίζουν να δυσκολεύονται στην εύρεση κατάλληλων ταλέντων ακόμη και σε περιόδους υψηλότερης ανεργίας. Φυσικά, πολλές από τις δεξιότητες που αναζητούσαν οι εταιρείες πριν από την έλευση της πανδημίας, εξακολουθούν να έχουν μεγάλη ζήτηση, με ορισμένα ταλέντα να είναι ακόμη πιο σπάνια. Όπως σημειώνει η έρευνα, κάποιες δεξιότητες θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές στην μετά Covid-19 οικονομία λόγω της επιτάχυνσης της ψηφιοποίησης.
επιτυχημένη προσαρμογή στους νέους τρόπους εργασίας
Οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν προσαρμοστεί στους νέους τρόπους εργασίας. Όπως καθίσταται σαφές από την έρευνα, οι εργαζόμενοι επιθυμούν να περάσουν λίγο χρόνο στο εργασιακό τους περιβάλλον, τόσο για λόγους κοινωνικής αλληλεπίδρασης, όσο και για τον περιορισμό περισπασμών.
Στην Ελλάδα, παρατηρείται εμφανώς η πιο επιθυμητή ρύθμιση εργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας:
Ιδανική ρύθμιση εργασίας για Έλληνες εργαζόμενους:
Φύλο | Συνδυασμός εργασίας από το σπίτι και εργασίας από το γραφείο | Πάντα να εργάζομαι στο γραφείο, εκτός σπιτιού | Να μπορώ να εργάζομαι από το σπίτι όποτε επιθυμώ | Να έχω ευελιξία για να τροποποιώ τις ώρες εργασίας μου | Πάντα να εργάζομαι από το σπίτι | Να εργάζομαι εξ’ αποστάσεως από οπουδήποτε σαν «ψηφιακός νομάς» |
Γυναίκα | 39,36% | 13,61% | 14,85% | 15,10% | 12,13% | 4,95% |
Άνδρας | 39,65% | 15,91% | 10,86% | 18,94% | 10,10% | 4,55% |
Το 81% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι διαθέτουν τον εξοπλισμό και την τεχνολογία που απαιτούνται για να προσαρμοστούν στον ψηφιακό κόσμο, όμως μόνο το 19% δηλώνει ότι προσπαθεί να μάθει νέες δεξιότητες που απαιτούνται σε αυτό το νέο ψηφιακό περιβάλλον. Το 54% των ερωτηθέντων συμφώνησαν ότι τόσο ο εργοδότης όσο και ο εργαζόμενος πρέπει να είναι από κοινού υπεύθυνοι για την ανανέωση των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων των εργαζομένων.
ποικιλομορφία και ένταξη στο χώρο εργασίας
Η έρευνα έδειξε ότι το 72% των Ελλήνων εργαζομένων πιστεύει ότι η εταιρεία τους προσφέρει ένα περιβάλλον χωρίς αποκλεισμούς, όπου τα άτομα με κάθε είδους διαφορετικότητα και αναπηρίες αισθάνονται ευπρόσδεκτα και εκτιμώνται για τη συνεισφορά τους. Προς επίρρωση αυτού, όπως διατυπώνεται στην έρευνα, είναι η παροχή εκπαίδευσης στους υπαλλήλους (41,25%) και η δημιουργία συνθηκών ενός περιβάλλοντος εργασίας χωρίς αποκλεισμούς, όπου όλες οι απόψεις μπορούν να εκφραστούν και να ακουστούν (33,63%).
Η εταιρεία μου απέδειξε έμπρακτα ότι πραγματικά αναλαμβάνει δράση με:
Την ανάπτυξη ποικιλόμορφου και διαφορετικού εργατικού δυναμικού | 20,00% |
Τη δημοσίευση πολιτικών ανθρώπινου δυναμικού σχετικά με την ένταξη | 10,88% |
Την ενσωμάτωση ατόμων από διαφορετικά υπόβαθρα σε ηγετικές θέσεις | 23,25% |
Την εικόνα και τη φήμη εργοδότη (Employer Branding) | 23,63% |
Την ενθάρρυνση employee resource groups | 14,38% |
Την εταιρική κοινωνική ευθύνη υπό τη μορφή δωρεών /fundraising | 21,50% |
Τις ημέρες εθελοντισμού των εργαζομένων | 12,25% |
Τη συνεργασία με Μη Κερδοσκοπικούς Οργανισμούς | 15,88% |
Τη δημιουργία συνθηκών για ένα περιβάλλον εργασίας χωρίς αποκλεισμούς, συμπεριλαμβανομένου της εξέτασης απόψεων άλλων ατόμων | 33,63% |
Την εκπαίδευση των εργαζομένων | 41,25% |
Randstad Workmonitor: επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις
Το 2020 ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδος. Μεγάλη μερίδα των ερωτηθέντων διαπιστώνουν ότι αυτή μάλιστα αποτέλεσε την πιο δύσκολη περίοδο στη μέχρι τώρα ζωή τους, γεγονός που δεν αφήνει πολλά περιθώρια αμφισβήτησης. Ταυτόχρονα, η ανθεκτικότητα των ανθρώπων, είτε ξεπερνώντας τους φόβους τους για την αποτελεσματική και έγκαιρη ανταπόκριση στην εργασία τους, είτε εξισορροπώντας τα πολλά και διαφορετικά καθήκοντα έναντι των αναγκών της εργασίας τους, αποδεικνύει ότι ακόμη και σε αυτούς τους άνευ προηγουμένου καιρούς, η κοινωνία και οι αγορές τα καταφέρνουν και καινοτομούν για να καλύψουν τις ανάγκες των ανθρώπων. Είναι παράδοξο ότι στην τρέχουσα έρευνα αποτυπώνονται πολύ μικρές αλλαγές στις συμπεριφορές των εργαζομένων λόγω της πανδημίας.
Εργασιακή ικανοποίηση
Σύμφωνα με τα τρέχοντα ευρήματα της έρευνας, στην Ελλάδα, η εργασιακή ικανοποίηση αγγίζει το 70%, ποσοστό αυξημένο κατά 6 μονάδες σε σχέση με το 2019. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό παραμένει παραδόξως αρκετά σταθερό τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
επιθυμία αλλαγής εργασίας
Η επιθυμία για αλλαγή της εργασίας παρέμεινε και το 2020 για τους Έλληνες ερωτηθέντες στην έρευνα. Το 30% δήλωσε ότι αναζητά το τρέχον διάστημα διαφορετικές ευκαιρίες εργασίας, όπως αντίστοιχα είχε αποτυπωθεί και το 2019.
πραγματική αλλαγή εργασίας
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το 16% των εργαζομένων μετακινήθηκε το 2020, ποσοστό μειωμένο κατά τρεις μονάδες σε σχέση με το 2019. Όπως σημειώνει η έρευνα, οι κυριότεροι λόγοι αλλαγής της εργασίας είναι: οι καλύτερες συνθήκες απασχόλησης (38%) και η προσωπική επιθυμία για αλλαγή (33%).
φόβος απώλειας θέσης εργασίας
Το 29% των ερωτηθέντων της έρευνας ανέφεραν ότι φοβούνται πως θα χάσουν τη θέση εργασίας τους, ποσοστό που παραμένει αμετάβλητο με τα στοιχεία της περσινής έρευνας.
Έλληνες εργαζόμενοι και ο φόβος απώλειας θέσης εργασίας τα τελευταία τέσσερα χρόνια:
2020 | 29% |
2019 | 29% |
2018 | 37% |
2017 | 41% |
Η ταυτότητα της έρευνας Randstad Workmonitor
Η έρευνα Workmonitor της Randstad υλοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2003 στην Ολλανδία και καλύπτει πλέον 34 χώρες σε όλον τον κόσμο, οι οποίες ανήκουν κατά κύριο λόγο στην Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική. Η έρευνα δημοσιεύεται 4 φορές το χρόνο, αναδεικνύοντας τις τάσεις κινητικότητας που παρατηρούνται τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο σε βάθος χρόνου. Με τον τρόπο αυτό, παρέχει μια ουσιαστική κατανόηση των συνθηκών που διαμορφώνονται στην αγορά εργασίας και των τάσεων που διαμορφώνονται από τους εργαζομένους. Το 2020, πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις εξαμήνου. Ο Δείκτης Κινητικότητας της έρευνας Workmonitor καταγράφει την αυτοπεποίθηση των εργαζομένων και την προσδοκία για την πιθανότητα μετακίνησής τους σε διαφορετικούς εργοδότες μέσα σε ένα εξαμηνιαίο χρονικό πλαίσιο. Πέρα από τις εργασιακές μετακινήσεις, τμήματα της έρευνας αποτυπώνουν την εργασιακή ικανοποίηση και τα προσωπικά κίνητρα των εργαζομένων, καθώς και ένα περιστρεφόμενο αριθμό θεματικών ερωτήσεων. Η έρευνα διεξήχθη μέσω online ερωτηματολογίου σε πληθυσμό ηλικίας 18-65 ετών, που εργάζεται τουλάχιστον 24 ώρες την εβδομάδα σε αμειβόμενη εργασία (δηλαδή, όχι αυτοαπασχολούμενοι). Το μέγεθος του δείγματος στην Ελλάδα αποτελείται από 800 συνεντεύξεις. Η δεύτερη έρευνα για το 2020 πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 2020.