Σε διόρθωση των εκτιμήσεών της για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τόσο για το 2020 όσο και το 2021 προχωρά η αμερικάνικη τράπεζα, με αφορμή την παράταση του δεύτερου lockdown της οικονομίας καθώς και την έναρξη της εκστρατείας εμβολιασμού του πληθυσμού αλλά και την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης που αναμένεται αργότερα μέσα στο έτος και του οποίου οι πόροι θα δώσουν σημαντική ώθηση στην αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας. Αυτό θα αποτελέσει και το… ελατήριο που θα κάνει την Ελλάδα το απόλυτο story ανάπτυξης το 2022, όπως αναφέρει δημοσίευμα του capital.gr.
Συγκεκριμένα, "ανεβάζει" την εκτίμησή της για την ύφεση του περασμένο έτος κατά 1,2% και στο 8,9% από 7,7% πριν, χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις τόσο των θεσμών όσο και της ελληνικής κυβέρνησης οι οποίες παραμένουν σε ύφεση κοντά στο 10%, τονίζοντας πως το σημαντικό ριμπάουντ της ελληνικής οικονομίας θα "καταγραφεί" από τα μέσα του τρέχοντος έτους.
Έτσι, παράλληλα, "ανεβάζει" και την εκτίμησή της για την ανάπτυξη (αυτή τη φορά) την ελληνικής οικονομίας το 2021, στο 3,9% και κατά 1,7% (από μόλις 2,2% πριν) και αρκετά χαμηλότερα από το 4,8% που εκτιμά η ελληνική κυβέρνηση, ενώ και αυτή όπως και η HSBC λίγες ημέρες, τοποθετεί την Ελλάδα ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του 2022 τόσο στην Ευρώπη και την ευρωζώνη, όσο και σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες αγορές αφού η ελληνική οικονομία θα τρέξει με ρυθμούς της τάξης του 6%, με μόνο την Γερμανία να την ξεπερνά με ανάπτυξη 6,6%.
Για το 2023 τοποθετεί την ανάπτυξη της Ελλάδας στο 2,6%, το 2024 στο 2,% και το 2025 στο 2%.
Συγκριτικά, για το σύνολο της ευρωζώνης η Citi εκτιμά πως από ύφεση 7% το 2020, το 2021 η ανάπτυξη θα κινηθεί στο 3,7% και το 2022 στο 4,7%, ενώ το παγκόσμιο ΑΕΠ από ύφεση 3,7% το 2020, ανάπτυξη 5% το 2021, το 2022 θα κατεβάζει ταχύτητα στο 3,7%.
Σε ότι αφορά το μέτωπο του εμβολιασμού, η Citi σημειώνει πως στις ανεπτυγμένες αγορές, ο πραγματικός ρυθμός εμβολιασμού είναι αργός σε σύγκριση με τους στόχους των κυβερνήσεων.
Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να επιταχύνουν το ρυθμό εμβολιασμού για ομάδες προτεραιότητας στο πρώτο με δεύτερο τρίμηνο του 2021 και στο ευρύ κοινό το β’ και γ’ τρίμηνο. Η Citi συνεχίζει να εκτιμά ότι κάποια μορφή ανοσίας της αγέλης λόγω του εμβολιασμού θα μπορούσε να επιτευχθεί από το δ’ τρίμηνο του 2021.
Η υψηλότερη δυνατότητα μετάδοσης της νέας μετάλλαξης του SARS-CoV-2 από το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να συνεπάγεται υψηλότερη ελάχιστη απαίτηση κάλυψης εμβολίων.
Στην περιοχή των αναδυόμενων αγορών, η παροχή εμβολίων θα ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος του πληθυσμού και τις διμερείς συμφωνίες. Το Ισραήλ θα μπορούσε να ολοκληρώσει τον εμβολιασμό από το β’ τρίμηνο του 2021. Η Ρωσία καθώς και οι Πολωνία και Ουγγαρία θα έως το γ’ τρίμηνο (ή αργότερα).
Το Χονγκ Κονγκ, το Μεξικό, η Κορέα και η Σιγκαπούρη ενδέχεται να εξασφαλίσουν αρκετά εμβόλια έως το δ’ τρίμηνο. Άλλες οικονομίες των αναδυόμενων αγορών ενδέχεται να χρειαστεί να περιμένουν έως και το α’ εξάμηνο του 2022, ωστόσο (ή αργότερα).
Ο πραγματικός εμβολιασμός μπορεί να διαρκέσει περισσότερο ανάλογα με την υλικοτεχνική αποτελεσματικότητα και την αποδοχή του εμβολίου.
Επιστρέφοντας στα της Ελλάδας, στη νέα της έκθεσή για τις παγκόσμιες προοπτικές του 2021, η αμερικανική τράπεζα επαναλαμβάνει για μία ακόμη φορά πως η εξαιρετικά υψηλή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουριστικό τομέα προκάλεσε μεγάλο πλήγμα στο ΑΕΠ, παρά τη σχετικά πιο περιορισμένη εξέλιξη της πανδημίας στο εσωτερικό της χώρας.
Το εμπορικό πλεόνασμα ταξιδιωτικών και μεταφορικών υπηρεσιών (που αντικατοπτρίζει τον τουρισμό και τις ναυτιλιακές βιομηχανίες) συρρικνώθηκε στο 4,7% του ΑΕΠ στο 9μηνο του 2020 από 12% την ίδια περίοδο του 2019.
Οι έμμεσες επιπτώσεις της έλλειψης ξένων τουριστών επιδείνωσαν τον αντίκτυπο στο ΑΕΠ του 2020. Η Citi αναμένει πως η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα κερδίσει έδαφος από τα μέσα του 2021, όταν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία.
Εν μέσω εντός τόσου μεγάλου σοκ, η πολιτική στήριξη ήταν και θα συνεχίσει να είναι άφθονη, επισημαίνει η Citi. Το ισοζύγιο του προϋπολογισμού έχει μετατοπιστεί από πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ σε έλλειμμα σχεδόν 8% το 2020.
Οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ υπό το πρόγραμμα PEPP έχουν μειώσει το κόστος χρηματοδότησης και συνέβαλαν στη χαλάρωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών.
Επίσης, όπως επαναλαμβάνει η Citi, η Ελλάδα θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους ωφελημένους του Ταμείου Ανάκαμψης και εκτιμά ότι τα ποσοστά απορρόφησης από τη χώρα μας θα είναι υψηλά, όπως δείχνουν και οι επιδόσεις των τελευταίων ετών, και η χρήση τους θα έχει σημαντική επίπτωση στην αύξηση του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2022-2024.
Πάντως η αμερικανική τράπεζα τονίζει πως οι μεσοπρόθεσμες προκλήσεις είναι αρκετές με τη δυνητική ανάπτυξη της Ελλάδας να παραμένει αδύναμη λόγω των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων, της περιορισμένης εγχώριας ρευστότητας και της μειωμένης ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει στο μεταρρυθμιστικό μέτωπο.
Ενώ τα κονδύλια της Ε.Ε μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση ορισμένων από αυτά τα ζητήματα, οι μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προκλήσεις παραμένουν, όπως επισημαίνει.
Σε ό,τι αφορά στο δημοσιονομικό ισοζύγιο, από έλλειμμα 8% το 2020, το 2021 το έλλειμμα θα διαμορφωθεί στο 5,4%, το 2022 στο 3% και το 2023 στο 1,3% ενώ από το 2024 και μετά θα "γυρίσει" σε πλεόνασμα.