Ταχύτερους ρυθμούς στις εγκρίσεις δανείων που σχετίζονται με τα χρηματοδοτικά εργαλεία του υπουργείου Ανάπτυξης, ζήτησε από τις τράπεζες ο αρμόδιος υπουργός Κωστής Χατζηδάκης, καθώς παρατηρείται μια σχετική στασιμότητα.
Όπως δήλωσε ο υπουργός, μετά την τακτική μηνιαία συνάντησή του με τον πρόεδρο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Γιάννη Ζαννιά οι εγκρίσεις των συγκεκριμένων δανείων τον Ιανουάριο αυξήθηκαν κατά 8%, φτάνοντας τα 1,26 δις ευρώ. Ωστόσο, όπως είπε ο ίδιος «δεν κινούνται όλες οι τράπεζες με τον ίδιο ρυθμό και ζήτησα από τις τράπεζες εκείνες οι οποίες έχουν μείνει πίσω, να τρέξουν γρηγορότερα. Το γενικότερο περιβάλλον βεβαίως δεν είναι ακόμα το καλύτερο, πρέπει να το αναγνωρίσει κανείς, αλλά από την άλλη πλευρά πρέπει να δει και τις πιεστικές ανάγκες που υπάρχουν για ρευστότητα».
Από την πλευρά του ο κ. Ζαννιάς σημείωσε ότι «όσον αφορά την παροχή ρευστότητας, όπως έχω ξαναπεί, η αγορά έχει τη δική της δυναμική. Αυτή τη φορά τα πράγματα βελτιώθηκαν μεν, αλλά σε μικρότερο βαθμό από την προηγούμενη φορά. Όπως καταλαβαίνετε, οι ρυθμοί αυτοί δεν συνδέονται θετικά με οποιαδήποτε αύξηση αβεβαιότητας μπορεί να υπάρχει».
Παράλληλα, οι δύο πλευρές συμφώνησαν να εργαστούν από κοινού, προκειμένου σύντομα να ετοιμάσουν μια μελέτη, η οποία να κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενόψει και της νέας προγραμματικής περιόδου για το ΕΣΠΑ. Η μελέτη θα ζητάει από τις Βρυξέλλες να εγκριθούν κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία προσαρμοσμένα στη σημερινή πραγματικότητα και στις ανάγκες της ελληνικής αγοράς.
Τέλος, ο κ. Χατζηδάκης δήλωσε ικανοποιημένος από την εφαρμογή του νόμου για τους πλειστηριασμούς επισημαίνοντας ότι «μέχρι χθες (σ.σ 26/2) 16.000 αιτήσεις είχαν κατατεθεί στις τράπεζες, προκειμένου να υπαχθούν οι συμπολίτες μας σε αυτοί στις ρυθμίσεις του νόμου 4224. Πράγμα το οποίο μας ικανοποιεί διότι δείχνει ότι άνθρωποι οι οποίοι είχαν διακόψει τις σχέσεις τους με το τραπεζικό σύστημα, είδαν ότι ο νόμος αυτός επιτρέπει να υπάρξει μια επανεκκίνηση στις σχέσεις τους με τις τράπεζες, χωρίς να υπάρχει μεγάλη επιβάρυνση στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, αλλά και χωρίς φυσικά να υπάρχουν οι κίνδυνοι που θα υπήρχαν εάν δεν είχαμε αυτές τις συγκεκριμένες προβλέψεις».