Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η ύφεση στην Ευρωζώνη το 2020 εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε στο -7,2%. Το ίδιο μέγεθος, βάσει των φθινοπωρινών προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκτιμάται στο -7,8% και -7,4% για την ΕΕ-27, σημειώνουν οι αναλυτές της Eurobank, στο εβδομαδιαίο δελτίο της τράπεζας "7 Ημέρες Οικονομία".
Η τελευταία φορά που ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης για το σύνολο των χωρών της Ευρώπης – με εξαίρεση την Πολωνία – ήταν έντονα αρνητικός, ήταν το 2009. Η αντίστοιχη "πανδημία” εκείνου του επεισοδίου ήταν χρηματοπιστωτική. Ξεκίνησε με την κατάρρευση της αγοράς των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης στις ΗΠΑ (sub-prime mortgage), μεγεθύνθηκε λόγω της υψηλής μόχλευσης, οδήγησε σε πτώση των πιστώσεων, διοχετεύτηκε στην πραγματική οικονομία, και λόγω των εμπορικών και χρηματοπιστωτικών δεσμών των κρατών εξαπλώθηκε στις περισσότερες οικονομίες της υφηλίου. Το αποτέλεσμα ήταν το πραγματικό ΑΕΠ στην ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη να μειωθεί κατά -4,3% και -3,8% αντίστοιχα (-4,3% στην Ελλάδα).
Για τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης του 2020 χρησιμοποιούμε τις φθινοπωρινές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και για το ποσοστό ανεργίας τις παρατηρήσεις Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020. H τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση για το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα είναι αυτή του Οκτωβρίου 2020 με 16,7%. Παρατηρούμε τα εξής δύο στοιχεία: 1ον η ύφεση στην ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη το 2020 προβλέπεται να είναι βαθύτερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη το 2009 (-7,4% vs -4,3% για την ΕΕ-27) και 2ον παρά την προβλεπόμενη μεγαλύτερη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του ποσοστού ανεργίας στην ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη το 2020 αποδεικνύεται χαμηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη το 2009 (+0,4 vs +1,9 ποσοστιαίες μονάδες για την ΕΕ-27). Επιπρόσθετα, στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Πολωνία καταγράφεται μείωση αντί για αύξηση του ποσοστού ανεργίας.
Τα προαναφερθέντα φαινομενικά παράδοξα αποτελέσματα ερμηνεύονται σε έναν βαθμό, 1ον από την εφαρμογή υποστηρικτικών μέτρων για την απασχόληση όπως οι αναστολές συμβάσεων εργασίας (τα εν λόγω μέτρα μειώνουν τα κόστη επαναπρόσληψης και συγκρατούν σε έναν βαθμό τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος) και 2ον από το γεγονός ότι ένα ποσοστό των ανέργων εξαι-τίας των φυσικών περιορισμών της πανδημίας μεταπήδησε στον μη ενεργό πληθυσμό. Με αυτόν τον τρόπο, παρά τη βαθιά ύφεση, συγκρατήθηκε, προς το παρόν τουλάχιστον, η αύξηση του ποσοστού ανεργίας.
Σε όρους χρήσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας, η ύφεση το 2020 αποτυπώνεται στα στοιχεία των συνολικών ωρών εργασίας. Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, ο μέσος όρος (ανά τρίμηνο) των συνολικών ωρών εργασίας μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά -12,4% (-8,4% στην Ευρωζώνη) την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2020. Από την άλλη πλευρά, η μέση μείωση των απασχολούμενων ατόμων διαμορφώθηκε σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (-0,8% YoY βάσει της μηνιαίας έρευνας εργατικού δυναμικού και -1,3% YoY βάσει των εθνικών λογαριασμών). Σύμφωνα με την ταυτότητα που ακολουθεί ισχύει:
Συνολικές ώρες εργασίας (H)
≡
Ώρες Εργασίας ανά Απασχολούμενο (Η/Ε)
επί
Εργατικό Δυναμικό (LF)
επί
1 – Ποσοστό Ανεργίας (1-Ur)
Παρατηρούμε ότι η μείωση των συνολικών ωρών εργασίας αποτυπώνεται κυρίως στη συρρίκνωση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος ανά τρίμηνο διαμορφώθηκε στις 523,9 ώρες από 593,7 το αντίστοιχο διάστημα του 2019 (-11,8% YoY). Το εν λόγω αποτέλεσμα προκύπτει κυρίως από το γεγονός ότι οι απασχολούμενοι σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας δεν συνεισέφεραν στις συνολικές ώρες εργασίας.
Βάσει της παραπάνω ταυτότητας αποδεικνύεται ότι η μεταβολή των συνολικών ωρών εργασίας (μαζί με την παραγωγικότητα της εργασίας προσδιορίζουν τον ρυθμό μεγέθυνσης μιας οικονομίας) δεν εξαρτάται μόνο από την πορεία του ποσοστού ανεργίας αλλά και από την πορεία του εργατικού δυναμικού και των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο. Επιπρόσθετα, σε όρους μακροχρόνιας περιόδου, δείχνει ότι σε καθεστώς ισόρροπης ανάπτυξης (balanced growth path), η μόνη πηγή αύξησης των συνολικών ωρών εργασίας είναι η ενίσχυση του εργατικού δυναμικού. Συνεπώς, το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα (και άλλες χώρες) επηρεάζει αρνητικά το εργατικό δυναμικό, τις συνολικές ώρες εργασίας και ως εκ τούτου το σύνολο της παραγωγής της οικονομίας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα, έτσι ώστε μακροχρόνια να αντισταθμιστεί το προαναφερθέν αρνητικό αποτέλεσμα.