Οι παράγοντες που εξηγούν αυτό το φαινόμενο είναι δύο.
Πρώτον, η δυνατότητα της χώρας να ασκήσει μια ισχυρή, επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, αμέσως μετά την εκχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση σημαντικού βαθμού ελαστικότητας στα μέλη της, ως προς την τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων. Ο δημοσιονομικός αυτός χώρος δημιουργήθηκε αφενός, διότι η Ελλάδα ξεκίνησε τη δημοσιονομική χαλάρωση από μια ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση.
Η μεταβολή του κυκλικά προσαρμοσμένου (ως προς τη φάση του οικονομικού κύκλου) πρωτογενούς αποτελέσματος -που ουσιαστικά είναι ένα μέτρο της έντασης της δημοσιονομικής επέκτασης- ήταν τόσο πιο μεγάλη το 2020, όσο πιο συντηρητική ήταν η δημοσιονομική διαχείριση το 2019. Η σχέση αυτή απεικονίζεται με τη θετικά κεκλιμένη γραμμή παλινδρόμησης.
Αφετέρου, το υψηλό ταμειακό απόθεμα, σε συνδυασμό με τη μεγάλη βελτίωση της εμπιστοσύνης του επενδυτικού κοινού στην ελληνική οικονομία και τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, οδήγησαν σε σημαντική υποχώρηση του κόστους δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης και σε βελτίωση των δυνατοτήτων, για άντληση από τις διεθνείς αγορές των αναγκαίων κεφαλαίων, για τη στήριξη της ρευστότητας των επιχειρήσεων και των θέσεων απασχόλησης.
Δεύτερον, η εφαρμογή από την ελληνική κυβέρνηση του κατάλληλου μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής, για τη στήριξη της αγοράς εργασίας, με έμφαση στις παρεμβάσεις από την πλευρά των δαπανών και των εσόδων του Προϋπολογισμού που διασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας στους κλάδους που επλήγησαν από την πανδημία.
Η μεγαλύτερη έμφαση που δόθηκε στην εν λόγω κατηγορία μέτρων είχε, μεν, ως αποτέλεσμα, τη -συγκριτικά- μεγαλύτερη, άμεση, επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού (έναντι π.χ. της Ιταλίας, ή της Γερμανίας, όπου τα έκτακτα μέτρα αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό την παροχή εγγυήσεων), αποτελεί, δε, μια πιο στοχευμένη πολιτική στήριξης της απασχόλησης, καθώς τα μέτρα που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση, για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, είχαν ως προϋπόθεση τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, ή συνοδεύονταν από ρήτρα απαγόρευσης απολύσεων.
Ενδεικτικά, αναφέρεται η διεθνής μελέτη που επισημαίνει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομικής πολιτικής, "How to protect jobs during Covid-19: Lessons from the Greek experience”, Gordon Betcherman, Mauro Testaverde, 18.11.2020.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να σημειώσει σχετικά καλύτερη επίδοση σε σύγκριση με άλλες χώρες παγκοσμίως, καταγράφοντας μόνο οριακή μείωση της απασχόλησης και ήπια αύξηση του ποσοστού της ανεργίας, στο τρίτο τρίμηνο του 2020, σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2020.
Απεικονίζονται δε τα δημοσιονομικά μέτρα που υιοθετήθηκαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας Covid-19, σε επιλεγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Τα εν λόγω μέτρα παρουσιάζονται συνολικά, ως ποσοστό του ΑΕΠ 2020 (εκτιμήσεις) αλλά και αναλυτικά. Σημειώνεται ότι πρόκειται για εκτιμήσεις τέλους Δεκεμβρίου 2020, ενώ η περίοδος εφαρμογής των έκτακτων μέτρων ενδέχεται να εκτείνεται, κατά περίπτωση και μετά το 2021.
Ειδικά για την Ελλάδα, απεικονίζονται οι παρεμβάσεις για τη διετία 2020-2021, όπως έχουν συμπεριληφθεί στον Προϋπολογισμό 2021. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις πρόσφατες ανακοινώσεις του Υπουργείου Οικονομικών, το συνολικό κόστος των μέτρων, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, υπολογίζεται σε Ευρώ 2,4 δισ., σε μηνιαία βάση και συνολικά σε Ευρώ 5,9 δισ., για το πρώτο τρίμηνο του 2021, ποσό που υπερβαίνει τις εκτιμήσεις του Προϋπολογισμού 2021.
Πιο αναλυτικά, τα έκτακτα μέτρα που υιοθέτησαν τα κράτη σε παγκόσμιο επίπεδο, μέχρι το τέλος του 2020, για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες:
Στις παρεμβάσεις δαπανών και εσόδων, οι οποίες επηρεάζουν με άμεσο τρόπο τον κρατικό προϋπολογισμό και οδηγούν σε υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτές περιλαμβάνουν πρόσθετες δαπάνες π.χ. για την υγεία, επιδόματα ανεργίας, επιδοτήσεις μισθών και ασφαλιστικών εισφορών, εκπτώσεις φόρων, ή άλλες φορολογικές ελαφρύνσεις.
Στις αναβολές πληρωμών φορολογικών υποχρεώσεων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Οι εν λόγω διευκολύνσεις στοχεύουν στη διασφάλιση ρευστότητας για τις επιχειρήσεις και τους φορολογούμενους βραχυπρόθεσμα και επηρεάζουν προσωρινά το έλλειμμα. Το κράτος, ωστόσο, θα εισπράξει τα οφειλόμενα σε μεταγενέστερο χρόνο.