Οι επενδύσεις είναι περίπου οι μισές από όσες χρειαζόμαστε για να φτάσουμε στη μέγιστη ανάπτυξη. Αποφασίσαμε, λένε οι ίδιες πηγές, λοιπόν ότι τα δάνεια του Ελλάδα 2.0 θα πάνε για χρηματοδότηση επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα. Τα ποσά είναι κολοσσιαία, 13 δισ. και υπολογίζουμε ότι θα κινητοποιήσουν μέχρι 31 δισ. κεφάλαια.
Όμως υπάρχουν τρεις διαφορές σε σχέση με το παρελθόν:
Πρώτον, τα δάνεια δεν θα δίνονται δεξιά και αριστερά, αλλά αποκλειστικά σε 5 συγκεκριμένους τομείς. Η επιλεξιμότητα βασίζεται στις αρχές της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη. Επιλέξιμα θα είναι δάνεια που χρηματοδοτούν επενδύσεις σε πράσινες και σε ψηφιακές δράσεις, που είναι και προτεραιότητες του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Επίσης, δράσεις που στηρίζουν την εξωστρέφεια, δηλαδή χρηματοδότηση των εξαγωγών, είτε αυτά είναι εξαγωγές αγαθών ή εξαγωγές υπηρεσιών, διότι η Ελλάδα παραμένει μια σχετικά κλειστή οικονομία και αυτό πρέπει να αλλάξει. Η τέταρτη επιλέξιμη κατηγορία είναι η έρευνα και η καινοτομία, για να αυξήσουμε την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Τέλος επιλέξιμες θα είναι επενδύσεις που βασίζονται σε συγχωνεύσεις, εξαγορές και συνεργασίες επιχειρήσεων για να στηρίξουμε δράσεις που οδηγούν σε οικονομίες κλίμακος.
Δεύτερον, το κράτος δεν θα δώσει εγγυήσεις, αλλά μόνο συγχρηματοδότηση. Δηλαδή, θα βάλει μέχρι το 50% του κόστους της επένδυσης και οι τράπεζες και οι επενδυτές το άλλο μισό. Η επιλογή αυτή γίνεται για να υπάρχει συνευθύνη και να αποφευχθούν οι πρακτικές του παρελθόντος που κόστισαν αρκετά στο δημόσιο. Δεν πρόκειται να δοθούν δωρεάν λεφτά. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι τα δάνεια πρέπει να τα επιστρέψουμε και σκοπός μας είναι να μην υπάρχει επιβάρυνση του δημοσίου χρέους.
Τρίτον, τα δάνεια δεν θα τα δώσει το κράτος, αλλά οι τράπεζες και τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως η EIB και η EBRD. Το κράτος δεν ξέρει και δεν πρέπει να επιλέγει επενδύσεις.
Τέλος, καταλήγουν οι ίδια πηγες, να σημειώσουμε ότι μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνει ότι η αξιοποίηση των δανείων θα έχει σημαντικά θετικές μακροοικονομικές επιπτώσεις, αυξάνοντας το ΑΕΠ τρεις μονάδες μεχρι το 2026 και τις επενδύσεις στην ελληνική οικονομία κατά ένα πέμπτο.