Συνολικά 8,9 εκατομμύρια φορολογούμενοι αναμένεται και φέτος να υποβάλουν ηλεκτρονικά τις δηλώσεις τους για τα εισοδήματα του προηγούμενου έτους. Φέτος όμως τα πράγματα αναμένεται να είναι εντελώς διαφορετικά ως προς τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης των φορολογικών δηλώσεων
. Κι αυτό διότι με νόμους που ψηφίστηκαν τα έτη 2019 και 2020 επήλθαν σημαντικές αλλαγές στις παραμέτρους υπολογισμού των φόρων, όπως η μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή από το 22% στο 9%, η μείωση των φορολογικών συντελεστών κατά μία ποσοστιαία μονάδα για τα εισοδηματικά κλιμάκια άνω των 20.000 ευρώ, καθώς επίσης και η προσωρινή κατάργηση της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης για τα εισοδήματα του 2020 που δεν προέρχονται από μισθούς ή συντάξεις.
Περιοριστικά μέτρα
Με δεδομένη και τη σημαντική μείωση την οποία έχουν υποστεί τα φορολογητέα εισοδήματα των περισσότερων φυσικών προσώπων, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, οι φορολογούμενοι φέτος, στη συντριπτική τους πλειονότητα, είτε δεν θα πληρώσουν καθόλου φόρο είτε θα καταστούν δικαιούχοι είσπραξης επιστροφών φόρου είτε θα κληθούν να πληρώσουν ποσά φόρων σημαντικά μειωμένα σε σύγκριση με αυτά που εκλήθησαν να καταβάλουν πέρυσι.
Με βάση τα όσα ισχύουν αυτήν τη στιγμή, κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος που θα υποβάλουν τα φυσικά πρόσωπα φέτος, για να δηλώσουν τα εισοδήματα του έτους 2020, θα εφαρμοστούν τέσσερις σημαντικές αλλαγές στους κανόνες υπολογισμού των φόρων, από τις οποίες θα προκύψουν μεγάλου ύψους μειώσεις στις επιβαρύνσεις των περισσότερων φορολογουμένων. Οι αλλαγές αυτές θα είναι οι ακόλουθες:
1 Αναμόρφωση της κλίμακας υπολογισμού του φόρου για εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματικές και αγροτικές δραστηριότητες. Στην κλίμακα εκκαθάρισης του φόρου για τα εισοδήματα αυτά επέρχονται οι ακόλουθες αλλαγές:
α) Μείωση εισαγωγικού (ελάχιστου) φορολογικού συντελεστή από 22% στο 9% για τις πρώτες 10.000 ευρώ του ετήσιου εισοδήματος.
β) Μείωση του φορολογικού συντελεστή που αντιστοιχεί στο τμήμα του εισοδήματος από τις 20.000,01 έως τις 30.000 ευρώ, από το 29% στο 28%.
γ) Μείωση του φορολογικού συντελεστή που αντιστοιχεί στο τμήμα του εισοδήματος από τις 30.000,01 έως τις 40.000 ευρώ, από το 37% στο 36%.
δ) Μείωση του φορολογικού συντελεστή που αντιστοιχεί στο τμήμα του εισοδήματος πάνω από τις 40.000 ευρώ, από το 45% στο 44%.
2 Μείωση της ετήσιας έκπτωσης φόρου που παρέχεται για τα εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις και για τα εισοδήματα από αγροτικές δραστηριότητες των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών. Η έκπτωση φόρου μειώνεται ως εξής:
από 1.900 σε 777 ευρώ για κάθε φορολογούμενο χωρίς εξαρτώμενα τέκνα,από 1.950 σε 810 ευρώ για κάθε φορολογούμενο με ένα εξαρτώμενο τέκνο,από 2.000 σε 900 ευρώ για κάθε φορολογούμενο με δύο εξαρτώμενα τέκνα,από 2.100 σε 1.120 ευρώ για κάθε φορολογούμενο με τρία εξαρτώμενα τέκνα,από 2.100 σε 1.340 ευρώ για κάθε φορολογούμενο με τέσσερα εξαρτώμενα τέκνα,από 2.100 σε 1.560 ευρώ για κάθε φορολογούμενο με πέντε εξαρτώμενα τέκνα,από 2.100 σε 1.780 ευρώ για κάθε φορολογούμενο με έξι εξαρτώμενα τέκνα,από 2.100 σε 2.000 ευρώ για κάθε φορολογούμενο με επτά εξαρτώμενα τέκνα.
Η μείωση της ετήσιας έκπτωσης για όσους μισθωτούς, συνταξιούχους και κατ’ επάγγελμα αγρότες βαρύνονται με εξαρτώμενα τέκνα είναι σε ποσοστό πολύ μικρότερη από τη μείωση του ελάχιστου συντελεστή φόρου, με αποτέλεσμα το αφορολόγητο όριο εισοδήματος, το οποίο προκύπτει εμμέσως από τη διαίρεση της έκπτωσης φόρου με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, να αυξηθεί:
από 8.863,63 ευρώ σε 9.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με ένα εξαρτώμενο τέκνο,από 9.090,90 ευρώ σε 10.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με δύο εξαρτώμενα τέκνα,από 9.545,45 ευρώ σε 11.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με τρία εξαρτώμενα τέκνα, 12.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με τέσσερα τέκνα, 13.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με πέντε τέκνα, 14.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με έξι τέκνα, 15.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με επτά τέκνα κ.ο.κ.
3 Περιορισμός της ισχύουσας κατά περίπτωση έκπτωσης φόρου των 777-1.340 ευρώ για μισθωτούς, συνταξιούχους και κατ’ επάγγελμα αγρότες έχουν ετήσιο εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ και δεν βαρύνονται με εξαρτώμενα τέκνα ή βαρύνονται με 1 έως 4 εξαρτώμενα τέκνα. Για τους φορολογουμένους αυτούς, η ισχύουσα κατά περίπτωση έκπτωση φόρου, όπως προκύπτει σύμφωνα με τα παραπάνω περιγραφέντα, μειώνεται κατά το 2% του πέραν των 12.000 ευρώ τμήματος του ετήσιου εισοδήματος.
4 Προσωρινή κατάργηση της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης για τα εισοδήματα του 2020 που δεν προέρχονται από μισθούς και συντάξεις. Στους φορολογουμένους που απέκτησαν το 2020 εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ προερχόμενα μόνο από μισθούς ή και συντάξεις θα επιβληθεί και φέτος, κατά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων, Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης υπολογιζόμενη κλιμακωτά, ως εξής:
2,2% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 12.001 έως 20.000 ευρώ,5% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 20.001 έως 30.000 ευρώ,6,5% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 30.001 έως 40.000 ευρώ,7,5% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 40.001 έως και 65.000 ευρώ,9% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 65.001 έως και 220.000 ευρώ και10% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος πάνω από τις 220.000 ευρώ.
Τα εισοδήματα του 2020 από όλες τις άλλες πηγές, δηλαδή από επιχειρηματικές και αγροτικές δραστηριότητες, από ακίνητα, από μερίσματα, από τόκους, από υπεραξίες μετοχών και άλλων χρηματοοικονομικών προϊόντων κ.λπ., εξαιρούνται από την επιβολή Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης.
Φορολογικός οδηγός: Eπιστροφές φόρων έως 1.930 ευρώ
Πάνω από 1.000.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα αναμένεται να λάβουν φέτος από την εφορία πιστωτικά εκκαθαριστικά σημειώματα για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που θα υποβάλουν στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, για το 2020. Με τα σημειώματα αυτά θα καλούνται να εισπράξουν επιστροφές φόρων μεγάλου ύψους, που θα φθάνουν ακόμη και στα 1.930 ευρώ.
Αιτία για την εξέλιξη αυτή θα είναι οι εισοδηματικές απώλειες που υπέστησαν οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι κατά τη διάρκεια του 2020, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν από την κυβέρνηση για την προστασία της δημόσιας Υγείας έναντι της εξάπλωσης της πανδημίας του κορονοϊού. Στην εξέλιξη αυτή θα συμβάλει, επίσης, και η σημαντική μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, που ισχύει για τα εισοδήματα του 2020.
Πτώση εσόδων
Κατά το τρέχον έτος αναμένεται θεαματική πτώση των εσόδων του Δημοσίου από τη φορολογία εισοδήματος. Τα περίφημα γενικά και τοπικά lockdowns που επιβλήθηκαν εντός του προηγούμενου έτους είχαν ως συνέπεια περισσότεροι από 1.700.000 μισθωτοί εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα να τεθούν σε αναστολή συμβάσεων εργασίας για χρονικά διαστήματα από 3 έως και 10 μήνες. Ολοι αυτοί οι φορολογούμενοι έλαβαν από το κράτος, για τα χρονικά διαστήματα που δεν εργάστηκαν, αποζημιώσεις ειδικού σκοπού ύψους 800 και 534 ευρώ. Αυτές οι οικονομικές ενισχύσεις, οι οποίες καταβλήθηκαν με σκοπό τη μερική ή και την ολική αναπλήρωση των απολεσθέντων εισοδημάτων τόσων πολλών εργαζομένων, είναι αφορολόγητες και, ως εκ τούτου, δεν συνυπολογίζονται στα ετήσια φορολογητέα εισοδήματά τους.
Συνέπεια των παραπάνω εξελίξεων θα είναι 1.700.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που θα υποβάλουν φέτος την άνοιξη και το καλοκαίρι, για το φορολογικό έτος 2020, να εμφανίσουν ποσά ετήσιων φορολογητέων εισοδημάτων σημαντικά μειωμένα σε σύγκριση με αυτά που εμφάνισαν πέρυσι, με τις δηλώσεις για τα εισοδήματα του 2019. Οι μειώσεις στα ετήσια φορολογητέα εισοδήματα θα είναι τουλάχιστον 30% και σε πολλές περιπτώσεις θα φθάνουν ή και θα υπερβαίνουν το 50%!
Εξαιτίας της αναμενόμενης αυτής εξέλιξης, θα εμφανιστούν περισσότερες από 1.000.000 περιπτώσεις μισθωτών εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα που θα είναι δικαιούχοι μεγάλων ποσών επιστροφών φόρου. Κι αυτό θα συμβεί επειδή κατά τη διάρκεια του 2020 οι μηνιαίες κρατήσεις φόρου εισοδήματος και Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης επί των μισθών των εργαζομένων αυτών υπολογίστηκαν, όσους μήνες αυτοί εργάζονταν κανονικά, ωσάν οι αποδοχές τους να ήταν σε ετήσια βάση ίδιες με τα επίπεδα στα οποία είχαν διαμορφωθεί πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορονοϊού. Ομως, τα ποσά των φόρων που αναλογούν στα -σημαντικά μειωμένα- ετήσια φορολογητέα εισοδήματα του 2020 είναι, τελικά, πολύ μικρότερα από αυτά που παρακρατήθηκαν συνολικά στη διάρκεια του 2020. Συνεπώς, τα επιπλέον ποσά που παρακρατήθηκαν θα πρέπει να επιστραφούν από το Δημόσιο στους εργαζομένους με την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων που θα υποβάλουν φέτος.
Αναστολή
Για παράδειγμα, ιδιωτικός υπάλληλος με μηνιαίο φορολογητέο μισθό 1.250 ευρώ εργάσθηκε τους 6 από τους 12 μήνες του 2020, ενώ τους υπόλοιπους 6 μήνες η σύμβαση εργασίας του είχε τεθεί σε αναστολή. Τους μήνες που εργάστηκε, στους μισθούς που έλαβε, καθώς επίσης και στα επιδόματα εορτών και αδείας που εισέπραξε, οι κρατήσεις φόρου εισοδήματος και Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης υπολογίστηκαν με αναγωγή των μηνιαίων αποδοχών του σε ετήσιες κατόπιν πολλαπλασιασμού των μηνιαίων αποδοχών του με τον αριθμό 14, δηλαδή με τον αριθμό των μηνών για τους οποίους είχε υποτεθεί ότι θα ελάμβανε κανονικούς μισθούς. Οι φορολογικές κρατήσεις του υπολογίστηκαν, ουσιαστικά, σαν να ελάμβανε κανονικά τους μισθούς του για ολόκληρο το 2020. Ωστόσο, ο υπάλληλος αυτός εργάστηκε κανονικά μόνο 6 μήνες και το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά του από μισθούς, συνυπολογιζομένων και των επιδομάτων εορτών και αδείας, ήταν τελικά πολύ μικρότερο από αυτό το οποίο ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό των φορολογικών κρατήσεων. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του 2020 παρακρατήθηκαν από τις αποδοχές του φόρος εισοδήματος 1.013,14 ευρώ και Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης 69,14 ευρώ, δηλαδή συνολικά 1.134,14 ευρώ.
Αναγωγή
Τα ποσά αυτά προέκυψαν επειδή, σε καθέναν από τους μήνες που εργάστηκε ο συγκεκριμένος υπάλληλος, ο υπολογισμός των μηνιαίων κρατήσεων φόρου εισοδήματος και Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης γινόταν με αναγωγή του μηνιαίου μισθού των 1.250 ευρώ σε ετήσιο εισόδημα 17.500 ευρώ (διά πολλαπλασιασμού των 1.250 ευρώ με τον αριθμό 14). Ομως, τελικά ο εργαζόμενος αυτός, επειδή δεν δούλεψε για 6 μήνες, δεν έλαβε τελικά 17.500 ευρώ το 2020 αλλά μόνο 10.500 ευρώ, στα οποία αναλογεί φόρος εισοδήματος μόλις 233 ευρώ και Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης 0 ευρώ, λόγω του ότι το εισόδημά του υποχώρησε κάτω από το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ που ισχύει στην Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης. Ως εκ τούτου, ο εργαζόμενος αυτός δικαιούται να πάρει πίσω ως συνολική επιστροφή φόρου το επιπλέον ποσό φόρου εισοδήματος και ολόκληρο το ποσό της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης που παρακρατήθηκε από τις αποδοχές του το 2020, δηλαδή την αρνητική διαφορά μεταξύ των παρακρατηθέντων φόρων συνολικού ύψους 1.134,14 ευρώ και του τελικά αναλογούντος φόρου εισοδήματος των 233 ευρώ! Η διαφορά αυτή, η οποία θα πρέπει να του καταβληθεί φέτος ως επιστροφή φόρου, ανέρχεται σε 849,28 ευρώ (1.134,14 ευρώ μείον 233 ευρώ).
Ελαφρύνσεις κατά 27% έως 49% για 400.000 ιδιοκτήτες ακινήτων
Μειωμένα κατά 20% – 30% θα είναι τα ετήσια εισοδήματα από ενοίκια τα οποία θα δηλώσουν φέτος στην εφορία περίπου 400.000 ιδιοκτήτες εκμισθούμενων ακινήτων. Αιτία η απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει αναγκαστικό «κούρεμα» κατά 40% στα ενοίκια των μηνών Μαρτίου-Ιουνίου και Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 2020, προκειμένου να μειώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων οι οποίες μισθώνουν τα ακίνητα όπου στεγάζουν τις δραστηριότητές τους και έχουν υποστεί τεράστιες οικονομικές ζημιές εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού, αλλά και να ελαφρύνει οικονομικά τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις αυτές, των οποίων οι συμβάσεις τέθηκαν σε αναστολή.
Εξαιτίας της μείωσης των φορολογητέων εισοδημάτων τους κατά 20% – 30% αλλά και λόγω της μη επιβολής Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης, τα ποσά των φόρων που θα κληθούν να καταβάλουν οι συγκεκριμένοι ιδιοκτήτες ακινήτων, με τα εκκαθαριστικά των φετινών φορολογικών δηλώσεων, θα είναι μειωμένα κατά 27% έως και 49%.
Για παράδειγμα, ιδιοκτήτης ο οποίος το 2019 εισέπραττε κάθε μήνα ενοίκιο 2.000 ευρώ από επιχειρηματία μισθωτή δήλωσε το 2020 στην εφορία συνολικό ετήσιο εισόδημα από ενοίκια 24.000 ευρώ (12 μήνες Χ 2.000 ευρώ ανά μήνα) και πλήρωσε φόρο εισοδήματος 6.000 ευρώ και Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης 376 ευρώ. Δηλαδή πλήρωσε συνολικά 6.376 ευρώ. Το 2020 ο ίδιος ιδιοκτήτης υποχρεώθηκε να εισπράξει μειωμένα κατά 40% τα ενοίκια 8 μηνών εκ του συνόλου των 12 μηνών του έτους, με αποτέλεσμα το ετήσιο εισόδημά του, το οποίο οφείλει φέτος να δηλώσει στην εφορία για το 2020, να είναι μειωμένο κατά 6.400 ευρώ ή κατά 26,67% και να έχει περιοριστεί στις 17.600 ευρώ. Για το εισόδημα του 2020 θα απαλλαγεί από την Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης και τελικά θα κληθεί να πληρώσει μόνο φόρο εισοδήματος ύψους 3.760 ευρώ. Η συνολική φορολογική του επιβάρυνση θα είναι μειωμένη κατά 2.616 ευρώ ή κατά 43,6%.
Επίσης, ιδιοκτήτης ο οποίος το 2019 εισέπραττε κάθε μήνα ενοίκιο 3.000 ευρώ από επιχειρηματία μισθωτή δήλωσε το 2020 στην εφορία συνολικό ετήσιο εισόδημα από ενοίκια 36.000 ευρώ (12 μήνες Χ 3.000 ευρώ ανά μήνα) και πλήρωσε φόρο εισοδήματος 10.300 ευρώ και Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης 1.066 ευρώ. Δηλαδή πλήρωσε συνολικά 11.366 ευρώ. Το 2020 ο ίδιος ιδιοκτήτης υποχρεώθηκε να εισπράξει μειωμένα κατά 40% τα ενοίκια 8 μηνών εκ του συνόλου των 12 μηνών του έτους, με αποτέλεσμα το ετήσιο εισόδημά του, το οποίο οφείλει φέτος να δηλώσει στην εφορία για το 2020, να είναι μειωμένο κατά 9.600 ευρώ ή κατά 26,67% και να έχει περιοριστεί στις 26.400 ευρώ. Για το εισόδημα του 2020 θα απαλλαγεί από την Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης και τελικά θα κληθεί να πληρώσει μόνο φόρο εισοδήματος ύψους 6.840 ευρώ. Η συνολική φορολογική του επιβάρυνση θα είναι μειωμένη κατά 4.526 ευρώ ή κατά 43,94%.