Μιλώντας στην ημερίδα του Economist με θέμα 200 χρόνια οικονομικής επιβίωσης και σε πάνελ με αντικείμενο την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών τόνισε ότι η Ελλάδα στοχεύει στο άμεσο μέλλον να ελαφρύνει το βάρος του χρέους μέσω της ανάπτυξης. Τόνισε ότι η Ελλάδα θα πετύχει αυτό τον στόχο μέσα από κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων και των 58 μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάπτυξης.
"Δεν σκεφτόμαστε να αυξήσουμε την ανάπτυξη μέσω μικρότερων πρωτογενών πλεονασμάτων. Αλλά θα πρέπει να υπάρξει και από μας και από τους θεσμούς ένα μέτρο", είπε απευθυνόμενος στον επικεφαλής οικονομολόγο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM)κ. Rolf Strauch που συμμετείχε στο πάνελ.
Παράλληλα, επανέλαβε πολλές φορές στην τοποθέτηση του ότι η Ελλάδα είναι δεσμευμένη να τηρεί τους δημοσιονομικούς στόχους που θα τεθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο χωρίς αποκλίσεις.
Μάλιστα δικαιολόγησε με ένα τρόπο τις αρχικές αποφάσεις για πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ, τονίζοντας ότι για τα πρώτα χρόνια μετά τα μνημόνια οι πολύ υψηλοί δημοσιονομικοί στόχοι δικαιολογούνταν από το υψηλό ρίσκο της χώρας. Θύμισε πάντως ότι τα προηγούμενα χρόνια η Ελλάδα είχε υπεραποδόσει σε ότι αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους, πετυχαίνοντας πλεονάσματα υψηλότερα από το 3,5% του ΑΕΠ.
Τόνισε επίσης, απαντώντας στο βασικό ερώτημα του πάνελ, ότι το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο επειδή έχει σταθεροποιηθεί και η ελληνική οικονομία. Επισήμανε ταυτόχρονα ότι και την περίοδο της πανδημίας η Ελλάδα στάθηκε δημοσιονομικά υπεύθυνη στηρίζοντας την οικονομία της μόνο με έκτακτα μέτρα, όπως είχε αποφασιστεί σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο μετά την ενεργοποίηση της ρήτρας συνολικής διαφυγής.