Όπως επισημαίνει το capital.gr, η Fitch τόνισε πως το ελληνικό χρέος θα παραμείνει υψηλό για πολύ διάστημα ακόμη, ωστόσο η βιωσιμότητά τους υποστηρίζεται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης και το ευνοϊκό προφίλ του. Ωστόσο, η Fitch προειδοποίησε ότι η πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική μέσω επίμονων πρωτογενών ελλειμάτων αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την Ελλάδα.
Από όλους τους οίκους αξιολόγησης, η Fitch είναι αυτή που ανησυχεί περισσότερο για τη μεγάλη επέκταση της δημοσιονομικής πολιτικής που προκαλείται από την πανδημίας και τις επιπτώσεις της στη βιωσιμότητα του χρέους, σχολιάζει η Citi. Ο ελληνικός προϋπολογισμός, όπως επισημαίνει, επιδεινώθηκε περισσότερο από ό, τι σε άλλες χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας - από πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2019 σε έλλειμμα περίπου 11% το 2020. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της αμερικάνικης τράπεζας, ένα σημαντικό μερίδιο αυτής της επιδείνωσης οφείλεται στα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης που έχει εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση.
Πάντως, όπως επισημαίνει η Citi, είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί η "χρυσή τομή" στην χρήση του "μοχλού" της δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή την αύξηση του αριθμητή του λόγου χρέους / ΑΕΠ (δηλαδή το χρέος), για τον περιορισμό της ζημίας στο ΑΕΠ (αύξηση του παρονομαστή, δηλαδή το ΑΕΠ).
Κατά την Citi, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική είναι η σωστή επιλογή πολιτικής αυτή τη στιγμή και για αρκετό διάστημα ακόμη, ώστε να διατηρηθεί η μελλοντική βιωσιμότητα του χρέους.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η δημοσιονομική βιωσιμότητα θα υποστηριχθεί επίσης από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως τονίζει. Η χώρα, όπως επισημαίνει, θα μπορούσε να λάβει έως και 10% του ΑΕΠ σε επιχορηγήσεις της ΕΕ (με 7% του ΑΕΠ σε δάνεια να είναι επίσης διαθέσιμα) τα επόμενα 5 χρόνια. Αυτό, όπως τονίζει η Citi, θα συμβάλει αποφασιστικά στην αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ χωρίς να "χτυπά" τα επίπεδα του χρέους.